-
1 ὀσφῦς
ὀσφῦς, - ύοςGrammatical information: f.Meaning: `hips, loin(s)' (IA.).Other forms: Hdn. Gr.; codd. often - ύς.Compounds: As 1. element a.o. in ὀσφυ-αλγής (A.Fr. 361 = 111 M., Hp.) `suffering from a hip-disease (lumbago)' with - έω, - ία (Hp.);Derivatives: Dimin. ὀσφύδιον n. (Theognost.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Unexplained; for the formation cf. ἰξύς (Strömberg Wortstud. 67), νηδύς a.o. Mostly, but without serious argument (Benveniste Origines 7), connected with ὀστ-έον assuming diff. second members: φῡ- in ἔ-φυ-ν etc. (Kretschmer KZ 31, 332); to σφυ- in σφυδῶν ἰσχυρός... H. (Persson Beitr. 1, 415 a. 2, 717; doubting). Other, also unconvincing hypotheses in Bq s.v., W.-Hofmann s. os, WP. 1, 175, Pok. 783, Schwyzer 302; also Prellwitz s.v. (to ψόαι (s.v.), ψύαι `loinmuscles'; thus Grošelj Živa Ant. 7, 44). Initial ὀ- prothetic acc. to Meillet BSL 27, 131 (because of the circumflex). - Furnée 375 adduces further φύς = ὀσφύς (AB 1096), with Dorian loss of initial σ- before φ. He also accepts (393) the connection with ψύαι, which is too obvious to be discarded. The word, then, is clearly Pre-Greek.Page in Frisk: 2,439Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ὀσφῦς
См. также в других словарях:
άλγος — ( ους), το (Α ἄλγος) 1. σωματικός πόνος, οδύνη 2. ψυχικός πόνος, λύπη, θλίψη αρχ. (συνήθως στον πληθυντικό) τά ἄλγεα ταλαιπωρίες, παθήματα, συμφορές. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λέξη είναι αβέβαιης ετυμολογίας. Συνήθως συνδέεται ετυμολογικά με το ρ. ἀλέγω*… … Dictionary of Greek
καρδιαλγής — ές (Α καρδιαλγής, ές) νεοελλ. 1. αυτός που έχει πόνους στην καρδιά, που πάσχει από καρδιαλγία, ο καρδιακός 2. μτφ. περίλυπος, βαθύτατα λυπημένος αρχ. αυτός που έχει πόνους στο στομάχι, ο στομαχικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρδι(ο) * + αλγής (< ἄλγος),… … Dictionary of Greek
κεφαλαλγής — κεφαλαλγής, ές (Α) 1. αυτός που υποφέρει από πονοκέφαλο 2. (με ενεργ. σημ.) αυτός που προξενεί πονοκέφαλο («καὶ ἦν καὶ παρὰ πότον ἡδύ μέν, κεφολαλγὲς δέ», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλή + αλγής (< άλγος), πρβλ. γονυ αλγής, οσφυ αλγής] … Dictionary of Greek
λυπαλγής — λυπαλγής, ές (Μ) αυτός που αισθάνεται πόνο, άλγος από λύπη, θλιμμένος, λυπημένος βαθιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύπη + αλγής (< ἄλγος), πρβλ. γονυ αλγής, οσφυ αλγής] … Dictionary of Greek
οσφυαλγής — ὀσφυαλγής, ές (Α) αυτός που έχει πόνο στην οσφύ («ὀσφυαλγὴς γέρων», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀσφῦς + αλγής (< ἄλγος), πρβλ. κεφαλ αλγής] … Dictionary of Greek