Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ὀστρακό-δερμος

См. также в других словарях:

  • ταυρόδερμος — ον, Μ κατασκευασμένος από δέρμα ταύρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + δερμος (< δέρμα), πρβλ. ὀστρακό δερμος] …   Dictionary of Greek

  • οστρακόδερμος — η, ο (Α ὀστρακόδερμος, ον) αυτός που έχει σκληρό δέρμα ή περίβλημα από όστρακο νεοελλ. 1. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι οστρακόδερμοι (παλαιοντ.) απολιθωμένη ομάδα μικρών ιχθυόμορφων σπονδυλοζώων τού παλαιοζωικού αιώνα 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα… …   Dictionary of Greek

  • δέρμα — I (Ανατ.).Προστατευτικό όργανο (πάχους 0,5 4 χιλιοστών), που καλύπτει ολόκληρη την επιφάνεια του σώματος και μεταπίπτει, κατά τις φυσικές οπές του, στους βλεννογόνους. Αποτελείται από ένα λεπτό επιφανειακό στρώμα επιθηλιακού ιστού, την επιδερμίδα …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»