-
1 οστρακόδερμος
-
2 ὀστρακόδερμος
-
3 οστρακοδερμος
-
4 οστρακόδερμος
ος, ο[ν] 1. покрытый раковиной;2.:οι οστρακόδερμοςοι — ракообразные
-
5 ὀστρακόδερμος
ὀστρᾰκό-δερμος, ον,A with a shell like a potsherd, hard-shelled,καρκίνοι Batr.295
; ὀ. ζῷα testaceans or molluscs (excl. cuttle-fishes), opp. μαλακόστρακα, Arist.HA 523b9, cf. 590a19, Thphr.HP4.6.8, Ath.3.89f, Jul.Or.6.193b; also of certain crabs, Arist.HA 601a18; of eggs, ib. 489b14.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀστρακόδερμος
-
6 ὀστρακόδερμος
ὀστρακό-δερμος, mit harter Schale, bes. von Schaltieren; νῶτον, mit harter Schale -
7 οστρακόδερμον
ὀστρακόδερμοςwith a shell like a potsherd: masc /fem acc sgὀστρακόδερμοςwith a shell like a potsherd: neut nom /voc /acc sg -
8 ὀστρακόδερμον
ὀστρακόδερμοςwith a shell like a potsherd: masc /fem acc sgὀστρακόδερμοςwith a shell like a potsherd: neut nom /voc /acc sg -
9 ostracodermus
ostracodermus, a, um (ὀστρακόδερμος), mit scherbenartiger, harter Haut od. Schale, subst., ostracoderma, ōrum, n., od. ostracodermae, ārum, f., Schaltiere (Krebse, Muscheln), Plin. Val. 5, 13 u. 5, 16 (wo jetzt ostragoderinas).
-
10 ὀστρακό-ρῑνος
ὀστρακό-ρῑνος, = ὀστρακόδερμος, Opp. Hal. 1, 313. 5, 589.
-
11 οστρακοδέρμοις
-
12 ὀστρακοδέρμοις
-
13 οστρακοδέρμους
-
14 ὀστρακοδέρμους
-
15 οστρακοδέρμω
-
16 ὀστρακοδέρμῳ
-
17 οστρακοδέρμων
-
18 ὀστρακοδέρμων
-
19 οστρακόδερμα
-
20 ὀστρακόδερμα
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ὀστρακόδερμος — with a shell like a potsherd masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οστρακόδερμος — η, ο (Α ὀστρακόδερμος, ον) αυτός που έχει σκληρό δέρμα ή περίβλημα από όστρακο νεοελλ. 1. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι οστρακόδερμοι (παλαιοντ.) απολιθωμένη ομάδα μικρών ιχθυόμορφων σπονδυλοζώων τού παλαιοζωικού αιώνα 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα… … Dictionary of Greek
οστρακόδερμος — η, ο 1. που έχει δέρμα ή περίβλημα από όστρακο ή σκληρό σαν όστρακο. 2. ως ουσ., οστρακόδερμα, τα θαλασσινά όστρακα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὀστρακόδερμον — ὀστρακόδερμος with a shell like a potsherd masc/fem acc sg ὀστρακόδερμος with a shell like a potsherd neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀστρακοδέρμοις — ὀστρακόδερμος with a shell like a potsherd masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀστρακοδέρμους — ὀστρακόδερμος with a shell like a potsherd masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀστρακοδέρμων — ὀστρακόδερμος with a shell like a potsherd masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀστρακοδέρμῳ — ὀστρακόδερμος with a shell like a potsherd masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀστρακόδερμα — ὀστρακόδερμος with a shell like a potsherd neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀστρακόδερμοι — ὀστρακόδερμος with a shell like a potsherd masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δέρμα — I (Ανατ.).Προστατευτικό όργανο (πάχους 0,5 4 χιλιοστών), που καλύπτει ολόκληρη την επιφάνεια του σώματος και μεταπίπτει, κατά τις φυσικές οπές του, στους βλεννογόνους. Αποτελείται από ένα λεπτό επιφανειακό στρώμα επιθηλιακού ιστού, την επιδερμίδα … Dictionary of Greek