-
1 οσπρίων
-
2 ὀσπρίων
-
3 бобовый
επ.των οσπρίων, των ελλοβόκαρπων•бобовый стручок ο λοβός των οσπρίων.
|| ουσ. πλθ. -ые τα ελλοβόκαρπα. -
4 ᾖα 2
ᾖα 2.Grammatical information: n. pl.Meaning: `heap of husks or chaff' (ε 368, Pherecr. 161), = ἄχυρα H.; vgl. εἰαί τῶν ὀσπρίων τὰ ἀποκαθάρματα; εἶοι ὀσπρίων τὰ καθάρσια H. Here also ἤϊα κριθάων = ἄλευρα (Nic. Al. 412) "mais le sens ne s'impose pas" DELG.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Unexplained. Improbable Thumb KZ 36, 179ff., Sommer Lautstud. 154 n. 1 (after Peppmüller BB 3, 92); s. Bq.Page in Frisk: 1,625Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ᾖα 2
-
5 ἀ-τεράμων
ἀ-τεράμων, ον, = ἀτέραμνος; so heißen die Acharner, Ar. Ach. 181; neben ἀτενής Vesp. 730. So B. A. p. 459, mit der Erkl. ἀκαταπόνητοι. Auch in Prosa, Plat. Legg. IX, 880 c. – B. A. p. 8 ἀτεράμνων· ἐπὶ τοῦ πάνυ σκληροῠ· τὰ γὰρ ῥᾳδίως ἑψόμενα τῶν ὀσπρίων τέρεμνα καλοῦσιν οἱ Ἀϑηναῖοι. Ebenso p. 20.
-
6 ἤϊα
ἤϊα, τά (εἶμι?), Reisekost, Speisevorrath auf die Reise, Od. 2, 289. 410. 4, 363. 5, 266; ἀλλ' ὅτε δὴ νηὸς ἐξέφϑιτο ἤϊα πάντα 12, 329; übh. Nahrung, Fraß, αἵτε καϑ' ὕλην ϑώων παρδαλίων τε λύκων τ' ἤϊα πέλονται Il. 13, 103; sp. D., ἤϊα καὶ μέϑυ λαρόν Ap. Rh. 1, 659; κριϑάων Nic. Al. 411. – Aber Od. 5, 368, ὡς δ' ἄνεμος ζαὴς ἠΐων (zweisylbig zu lesen) ϑημῶνα τινάξῃ καρφαλέων, ist es nicht trockner Körner-, Getreidehaufen, sondern Spreu, wie Phot. lex. erkl. ἤϊα τὴν τῶν ὀσπρίων καλάμην, vgl. Pherecr. bei Schol. Od. 2. 289. [ι ist in der Vershebung lang, kurz Od. 4, 363. 12, 329; zweisylbig 5, 266. 9, 212, also mit Bekker ᾖα richtiger zu schreiben, wie auch der gen. ἠίων 5, 368 geschrieben werden sollte. Vgl. δήϊος.]
-
7 εψησις
-
8 боб
-а α.1. λοβός, το περίβλημα των οσπρίων. || το κουκκί, το οπειρι, το σπέρμα.2. πλθ. -ы τα όσπρια.εκφρ.- ы разводить – ματαιοπονώ, ματαιολογώ, φλυαρώ άσκοπα (δεισιδαιμονία από το ρίξιμο των κουκκιών)•остаться ή сидеть на -ах – την πατώ, πέφτω έξω. -
9 бобок
-бка α.σπέρμα, σπειρί των οσπρίων. -
10 βλῆραι
βλῆραι· αἱ κνίδαι, ἄλλοι χόρτον, οἱ δὲ τῶν ὀσπρίων τὴν καλάμην, Hsch. -
11 εἰαί
-
12 εἰκώς
A v. ἐοικ-. [full] εἴλα· ὀσπρίων καλάμη, Hsch.; cf.εἵλη 11.2
. -
13 εἵλη
εἵλη, ἡ,A the sun's heat or warmth, Ar.V. 772 (dub.), Fr. 627, Luc. Lex.2, Alciphr.1.2, 12; cf. γέλαν (i. e. ϝέλαν) · αὐγὴν ἡλίου, Hsch.II chaff, Id.2 τῶν ὀσπρίων ἡ καλάμη, Id.; cf. εἴλα. -
14 εἷο
εἷο, -
15 κατάλογος
κατάλογ-ος, ὁ,A enrolment, register, catalogue, Pl.Tht. 175a, Lg. 968c;ὀσπρίων Diocl.Fr.117
; κ. νεῶν the catalogue of ships in Il. 2, Plu.Sol.10: prov., of a long story,νεῶν δὲ κατάλογον δόξεις μ' ἐρεῖν Apollod.Com.13.17
.2 at Athens, register of citizens liable for service, ὁπλίτης ἐντεθεὶς ἐν κ. Ar.Eq. 1369; [ ὁπλῖται] ἐκ καταλόγου those on the list for service, Th.6.43, al.;ἐκ κ. στρατευόμενος κατατέτριμμαι X.Mem.3.4.1
; οἱ ἐν τῷ κ. Id.HG2.4.9; οἱ ὑπὲρ τὸν κ. the superannuated, opp. οἱ ἐν ἡλικίᾳ, D.13.4; of trierarchs, Id.18.105; καταλόγους ποιεῖσθαι make up the lists for service, Th.6.26, D. 50.6;εἰς τὸν κ. καταλέξαι Lys.25.16
; καταλόγοις Χρηστοῖς ἐκκριθέν, of picked troops, Th.6.31; προγράφειν στρατιᾶς κ. Plu.Cam.39;τὸν κ. ἀποδιδράσκειν Luc.Nav.33
;κ. ἀνδρῶν Χιλίων
authority to conscript recruits, Polyaen.3.3.c κατάλογοι βουλᾶς, οἱ, committee of the βουλή at Epidaurus, IG4.925, al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατάλογος
-
16 σπορητός
σπορ-ητός, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σπορητός
-
17 τιλμός
τιλ-μός, ὁ,A plucking or pulling out, of hair, A.Supp. 839 (pl., lyr.), Men.Epit. 472; also, pulling up,καλάμου POxy.1692.10
(ii A.D.), 1631.9 (iii A.D.), cf. ὁλοτίλλω; joined with κνησμοί, as a symptom in sickness, Hp.Epid.1.23 (pl.). -
18 ἤϊα
A provisions for a journey, [dialect] Ep. word, Hom.mostly in Od.,δεῦτε, φίλοι, ἤϊα φερώμεθα 2.410
, cf. 289; ;ἐξέφθιτο ἤϊα πάντα 12.329
; ἐν δὲ καὶ ᾖα κωρύκῳ [ἔθηκε] 5.266, cf. 9.212: generally, [ἔλαφοι] παρδαλίων τε λύκων τ' ἤϊα πέλονται food for wolves, Il.13.103; ἤϊα κριθάων,= ἄλευρα, Nic.Al. 412.II ὡς δ' ἄνεμος.. ἠΐων θημῶνα τινάξῃ καρφαλέων, i.e. a heap of husks or chaff (= ὀσπρίων καλάμαι acc. to Eratosth. ap. Eust.1445.42), Od.5.368;τὴν γαστέρ' ᾔων κἀχύρων σεσαγμένος Pherecr.161
. (Etym. uncertain: not related to the sg. [full] ἤϊον which is glossed by παρειάν, γνάθον, Hsch.; cf. εἰαί, εἶοι.) [ῐ, but [pron. full] ῑ Od.2.289, 410, Il.13.103.]------------------------------------A ibo). -
19 βλῆραι
Grammatical information: f.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Improbable Strömberg Wortstudien 54f. Note that the gloss is corrupt (the case forms not agreeing); read the second gloss: βλῆρ χόρτον?Page in Frisk: 1,244Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > βλῆραι
См. также в других словарях:
ὀσπρίων — ὄσπριον pulse neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλευρόμυλος — Συσκευή, μηχάνημα ή συγκρότημα μηχανημάτων, που χρησιμοποιείται στην παραγωγή αλευριού από την άλεση δημητριακών, οσπρίων κλπ. Η μέθοδος αυτή, τουλάχιστον στην εμβρυακή της μορφή, ήταν γνωστή από τα αρχαία χρόνια (χειρόμυλος). Αργότερα… … Dictionary of Greek
κόλλυβα — Παρασκεύασμα από βρασμένο σιτάρι, που συμπληρώνεται με κόκκους σταφίδας, ροδιού, τριμμένο καρύδι, αμύγδαλο, φύλλα μαϊντανού κ.ά. και ανακατεύεται με καβουρντισμένο αλεύρι και ζάχαρη. Τοποθετείται σε δίσκους και αποτελεί προσφορά στους νεκρούς… … Dictionary of Greek
λουβί — και λουβίδι, το 1. ο λοβός, η σποροθήκη τών οσπρίων και άλλων καρπών 2. στον πληθ. τα λουβιά τα αμπελοφάσουλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *λοβίον, με κώφωση τού ο (< λόβιον < λοβός «κέλυφος τών οσπρίων»)] … Dictionary of Greek
τιλμός — ὁ, Α [τίλλω] 1. βίαιη απόσπαση τών τριχών, μάδημα 2. εκρίζωση, ξερίζωμα («τιλμὸς καλάμου», πάπ.) 3. εξαγωγή τών ινών φυτού («τιλμὸς σησάμου», πάπ.) 4. φρ. «τιλμὸς ὀσπρίων» αποφλοίωση οσπρίων … Dictionary of Greek
METRAGYRTA — Graece Μητραγύρτης, Callias vocatur Aristoteli Rhetor. ad Theodect. l. 3. c. 2. Λέγω δ᾿ δ᾿ οἷον, οὐπεὶ τὰ ἐναντία εν τῷ αὐτῷ γένει, τὸ φᾶναι τὸν μὲν πτωχεύοντα ἔυχεςθαι, τὸν δ᾿ ἐυχόμενον πτωχεύειν. ἵτι ἄμφω ἀιτήσεις, τὸ εἰρημένον ἐςτὶ ποιεῖν, Ω῾ς … Hofmann J. Lexicon universale
PYANEPSIA — sacra apud Athenienses. Auctores in nomine variant. Harpocration a Lycurgo Ποιανοψίαν, ab aliis Πανοψίαν appellari tradit. Ποιανοψίαν inquit, Λυκοῦργος εν τῇ κατὰ Μενεσαίχμου, καὶ ἠμεῖς Ποιανοψίαν ταύτην τὴν ἑορτὴν καλοῦμεν: οἱ δὲ ἄλλος Ε῞λληνες… … Hofmann J. Lexicon universale
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Πυανέψια — Αττική γιορτή, που γινόταν την 7η ημέρα του μηνός Πυανεψιώνα προς τιμήν του Απόλλωνα. Η ονομασία της γιορτής προέρχεται από τη λέξη πύανος, δηλαδή κύαμος (κουκιά), γιατί εκείνη την ημέρα έτρωγαν ένα πιάτο κουκιά και άλλα λαχανικά, ενώ ένα μέρος… … Dictionary of Greek
άσπαρτος — η, ο (AM ἄσπαρτος, ον) [σπείρω] (για αγρό) εκείνος στον οποίο δεν έχουν σπείρει τίποτε νεοελλ. 1. (για σπόρους δημητριακών, οσπρίων κ.λπ.) αυτός τον οποίο δεν έχουν σπείρει ακόμη («άσπαρτα φασόλια») 2. το ουδ. ως ουσ. άσπαρτο, το το φυτό ερύγγιο… … Dictionary of Greek
έτνος — ἔτνος, τὸ (εσφ. γραφή ἕτνος) (Α) πυκνός ζωμός με όσπρια, είδος πολτού ή χυλού οσπρίων («ἔτνος γε πίσινον εὔχρων καὶ καλόν» σούπα από μπιζέλια, Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολογίας. Εικάζεται πιθ. συγγένεια με το μσν. αρχ. ιρλ. eitne «πυρήνας» … Dictionary of Greek