Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ὀρῑγᾰν-ον

См. также в других словарях:

  • κιβαρίτης — κιβαρίτης, ὁ (Μ) πιτυρούχος άρτος, ψωμί παρασκευασμένο από αλεύρι κακής ποιότητας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κιβάριον + κατάλ. ίτης (πρβλ. θαλασσ ίτης, οριγαν ίτης)] …   Dictionary of Greek

  • σανδαλίς — ίδος, ἡ, Α είδος φοίνικα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάνδαλον + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. οριγαν ίς)] …   Dictionary of Greek

  • σογχίτης — ο, ΝΑ το φυτό ιεράκιο το μέγα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σόγχος + κατάλ. ίτης (πρβλ. οριγαν ίτης)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»