Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ὀρέγνῡμι

См. также в других словарях:

  • ορέγνυμι — ὀρέγνυμι (Α) (μόνο στις μτχ. ὀρεγνύς και ὀρεγνύμενος) ορέγω*, απλώνω τα χέρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρεγ τού ὀρέγω, κατά τα ρ. σε νυμι (πρβλ. όρ νυμι)] …   Dictionary of Greek

  • ὀρεγνυμένη — ὀρέγνυμι pres part mid fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρεγνυμένην — ὀρέγνυμι pres part mid fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρεγνύμενος — ὀρέγνυμι pres part mid masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρεγνύντες — ὀρέγνυμι pres part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρεγνύς — ὀρεγνύ̱ς , ὀρέγνυμι pres part act masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»