-
1 ορεγνύμενος
-
2 ὀρεγνύμενος
-
3 ορεγνυμι
(= ὀρέγω См. ορεγω)(только part.) протягивать, простирать
-
4 ὀρέγνυμι
A = ὀρέγω, only in part.,χεῖρας ὀρεγνύς Il.1.351
, 22.37 ;χεῖρας ὀρεγνύμενος AP7.506.6
(Leon.), cf. Mosch.2.112.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀρέγνυμι
См. также в других словарях:
ὀρεγνύμενος — ὀρέγνυμι pres part mid masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορέγνυμι — ὀρέγνυμι (Α) (μόνο στις μτχ. ὀρεγνύς και ὀρεγνύμενος) ορέγω*, απλώνω τα χέρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρεγ τού ὀρέγω, κατά τα ρ. σε νυμι (πρβλ. όρ νυμι)] … Dictionary of Greek