-
1 ὀροδαμνίς
-
2 οροδαμνις
-
3 ὀροδαμνίς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀροδαμνίς
-
4 οροδαμνίδας
-
5 ὀροδαμνίδας
-
6 οροδαμνίδες
-
7 ὀροδαμνίδες
-
8 οροδαμνίσιν
-
9 ὀροδαμνίσιν
-
10 ὀρόδαμνος
Grammatical information: m.Meaning: `branch, twig' (Thphr., Call., Nic., AP).Derivatives: Dimin. ὀροδαμνίς f. (Theoc.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Prob. for Aeol. Ϝρόδαμνος = ῥάδαμνος (s.v.) with o as graphic indication for F as in ὀρίνδης (Schwyzer 313 n. 2). Unclear is ὄραμνος `id.' (Nic., AP); (not a cross with ὄρμενος).Page in Frisk: 2,424Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ὀρόδαμνος
См. также в других словарях:
οροδαμνίς — ὀροδαμνίς, ἡ (Α) [ορόδαμνος] μικρός κλάδος, κλαδάκι, κλωνάρι … Dictionary of Greek
ὀροδαμνίδας — ὀροδαμνίς sprig fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀροδαμνίδες — ὀροδαμνίς sprig fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀροδαμνίσιν — ὀροδαμνίς sprig fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)