-
1 οροδαμνίδας
-
2 ὀροδαμνίδας
См. также в других словарях:
ὀροδαμνίδας — ὀροδαμνίς sprig fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 οροδαμνίδας
2 ὀροδαμνίδας
ὀροδαμνίδας — ὀροδαμνίς sprig fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)