-
1 ὀροδαμνίς
См. также в других словарях:
οροδαμνίς — ὀροδαμνίς, ἡ (Α) [ορόδαμνος] μικρός κλάδος, κλαδάκι, κλωνάρι … Dictionary of Greek
ὀροδαμνίδας — ὀροδαμνίς sprig fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀροδαμνίδες — ὀροδαμνίς sprig fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀροδαμνίσιν — ὀροδαμνίς sprig fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)