Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ὀρθότης

См. также в других словарях:

  • ὀρθότης — upright posture fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρθότητα — ὀρθότης upright posture fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρθότητες — ὀρθότης upright posture fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρθότητι — ὀρθότης upright posture fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρθότητος — ὀρθότης upright posture fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ορθότητα — η (Α ὀρθότης, ητος) [ορθός] 1. το να είναι κάτι ορθό, δηλ. αληθές, ακριβές, σωστό (α. «η ορθότητα τού συλλογισμού» β. «ἡ τῶν ὀνομάτων ὀρθότης», Πλάτ.) 2. ευθύτητα αρχ. 1. η όρθια στάση 2. η χρήση τής ονομαστικής πτώσης κατά την αφήγηση 3.… …   Dictionary of Greek

  • Orthotes — (Greek: Ὁρθότης rightness ) is a Greek philosophy concept which means approximately an eye s correctness . In Plato s philosophy it is said to be the passage from the physical eyes to the eyes of the intellect. At least this seems to be the… …   Wikipedia

  • ПРОДИК —     ПРОДИК (Πρόδικος) Кеосский (после 470 после 399 до н. э.), др. греч. софист; активно участвовал в политической жизни своего города и выполнял дипломатические поручения, сочетая эту деятельность с преподаванием и произнесением показательных… …   Античная философия

  • εννοιακός — ἐννοιακός, ή, όν (Μ) [έννοια] αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στην έννοια («ἐννοιακὴ ὀρθότης», Ευστ.) …   Dictionary of Greek

  • Άγκνι — Θεότητα της βεδικής θρησκείας (βλ. λ. Βέδες) προσωποποίηση μιας ιδιαίτερης μορφής της φωτιάς, που παρευρίσκεται κυρίως στις θυσίες, όπου ενώνει τον ορατό κόσμο των ανθρώπων με τον αόρατο κόσμο των θεών. Θεωρείται άλλοτε τέκνο των Ουράνιων Υδάτων… …   Dictionary of Greek

  • ДОБРОДЕТЕЛЬ — фундаментальная философско богословская категория, обозначающая ценностно значимый аспект духовно нравственного совершенства человека. Слово «Д.», появившееся, вероятно, как калька с греч. термина καλοποιΐα (Lexikon zur Byzantinischen Gräzität /… …   Православная энциклопедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»