Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ὀρθὰ

См. также в других словарях:

  • ὀρθά — ὀρθός straight neut nom/voc/acc pl ὀρθά̱ , ὀρθός straight fem nom/voc/acc dual ὀρθά̱ , ὀρθός straight fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ορθά — επίρρ. βλ. ὀρθός …   Dictionary of Greek

  • ὀρθᾷ — ὀρθός straight fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρθάν — ὀρθά̱ν , ὀρθός straight fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρθάς — ὀρθά̱ς , ὀρθός straight fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὀρθάων — Ὀρθά̱ων , Ὄρθη fem gen pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρθάων — ὀρθά̱ων , ὀρθός straight masc/fem gen pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ορθός — ή, ό (ΑΜ ὀρθός, Α λακων. τ. ὀρσός, ή, όν) 1. ευθυτενής, στητός, όρθιος («ὀρθαὶ δὲ τρίχες ἔσταν», Ομ. Ιλ.) 2. (για ανθρώπους και ζώα) αυτός που στέκεται όρθιος, στα πόδια του («μὲ άκουγε ορθός και σιωπηλός»). 3. ευθύς, ίσιος («Ἀπόλλων ὀρθὸν ἰθύνοι …   Dictionary of Greek

  • ορθοεπής — ές (Μ ὀρθοεπής, ές) αυτός που τηρεί και εφαρμόζει ορθά τους γραμματικούς και συντακτικούς κανόνες στην προφορική και γραπτή έκφρασή του, που διατυπώνει ορθά τις σκέψεις του νεοελλ. εκφρασμένος με σωστό τρόπο («ορθοεπής λόγος»). επίρρ... ορθοεπώς… …   Dictionary of Greek

  • σταμίνα — η / σταμίν, ῑνος, ΝΑ νεοελλ. καθένα από τα ορθά ξύλινα ή σιδερένια τεμάχια που συγκρατούν τα σκέλη τών νομέων στον σκελετό τού σκάφους, κν. σκαρμός τής πόστας αρχ. 1. καθένα από τα ορθά ξύλα στα πλάγια τού πλοίου που ξεκινούν από την τρόπιδα και… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Θέατρο — ΑΡΧΑΙΑ ΤΡΑΓΩΔΙΑ Ένας λαός που έχει έξι πτώσεις και κλίνει τα ρήματά του με χίλιους τρόπους, έχει μια πλήρη, συλλογική και υπερχειλίζουσα ψυχή. Αυτός ο λαός, που δημιούργησε μια τέτοια γλώσσα, χάρισε τον πλούτο της ψυχής του σε όλο το… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»