-
1 ορθοκερως
-
2 ὀρθοκέρως
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀρθοκέρως
-
3 ὀρθόκερως
ὀρθό-κερως, ωτος, mit geraden Hörnern; φρίκη ὀρϑ., die Haare wie Hörner gerade in die Höhe sträubender Schauder -
4 φρίκη
φρῑκ-η, ἡ,A shuddering, shivering, Hp.Aph.5.61; a mild form of ῥῖγος, Id.Morb.1.24, al.: cold fit before fever, Pl.Phdr. 251a (metaph.,Id.R. 387c), Thphr.Ign. 74, Nic.Th. 721;φρ (ε) ίκη καὶ πυρετός IG3.1424.19
(Tab.Defix.), Sor. 1.27: pl., Arist.Pr. 863b21.2 shivering fear, shuddering, esp. from religious awe,φρίκης αὐτὸν ὑπελθούσης Hdt.6.134
;τοίαν φ. παρέχεις μοι S.OT 1306
(anap.);ὀρθόκερως φ. Id.Fr. 875
, cf. X.Cyr.4.2.15: generally, shivering fear of any kind, horror,φρίκᾳ τρομερὰν φρένα E.Ph. 1284
(lyr.);ἐκπληχθεῖσα φρίκᾳ Id.Tr. 183
(lyr.);φρίκᾳ ματρός Id. Ion 898
(lyr.);μεγάλην ἐμποιεῖ φ. Phld.Ir.p.19
W.;ἀγωνία καὶ φ. Plu.Mar.43
;φ. καὶ φόβος Id.Pel.27
;φ. καὶ δέος Jul.
ad Them. 253b;φρίκῃ καὶ σιωπῇ κατεχόμενον τὸ θέατρον Plu.Marc.20
.3 = φρίξ 1,ἀκύματος πορθμὸς ἐν φρίκῃ γελᾷ Trag.Adesp.336
;ἐν γαλήνῃ φρίκης ὑποτρεχούσης Plu.2.921f
;τὴν θάλατταν φ. κατέχει Alciphr.1.10
;ἐπ' ἄκρᾳ τῇ φ. τῆς θαλάττης Ael.NA16.19
.II frost, chill,φ. περὶ τὸν ὄρθρον γέγονε Gell.17.8.7
.
См. также в других словарях:
ορθόκερως — ο, η (Α ὀρθόκερως, ωτος) αυτός που έχει όρθια, ίσα, στητά κέρατα («ὀρθόκερως βοῡς», Αισχύλ.) αρχ. φρ. «ὀρθόκερως φρίκη» φρίκη λόγω τής οποίας σηκώνονται οι τρίχες και στέκονται σαν κέρατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + κέρως (< κέρας, ατος), πρβλ.… … Dictionary of Greek
κέρας — Οστεοειδής έκφυση στο κεφάλι διαφόρων θηλαστικών. Βλ. λ. κέρατα.(Γεωλ.) Κομμάτι του στερεού φλοιού του εδάφους, το οποίο απέμεινε ως προεξοχή όταν τα γύρω κομμάτια καταβυθίστηκαν. Τυπικό παράδειγμα γεωλογικού κ. είναι ο Ακροκόρινθος. Αν μόνο μία… … Dictionary of Greek
ορθ(ο)- — (I) (ΑΜ ορθ[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ορθός και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού όρθιου, τού ίσιου, τού ευθέος, τού κάθετου (πρβλ. ορθο κέρατος, ορθο τενής, ορθό τριχος, ορθο χαίτης) ή … Dictionary of Greek