Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ὀρεσκόος

См. также в других словарях:

  • ορεσκόος — ὀρεσκόος, ον (Α) βλ. ορεσκώος …   Dictionary of Greek

  • ὀρέσκοος — ὀρεσκῷος lying on mountains masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρεσκόοισι — ὀρεσκόος lying on mountains masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) ὀρεσκῷος lying on mountains masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρεσκόου — ὀρεσκόος lying on mountains masc/fem/neut gen sg ὀρεσκῷος lying on mountains masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρεσκόων — ὀρεσκόος lying on mountains masc/fem/neut gen pl ὀρεσκῷος lying on mountains masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ορεσκώος — ὀρεσκῷος και ὀρεσκόος, ον (Α) 1. αυτός που ανατρέφεται ή ανατράφηκε στα όρη, βουνήσιος 2. (ειδ. για τους κενταύρους) άγριος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για σύνθ. λ. με α συνθετικό ὀρεσ (< ὄρος* [II], πρβλ. ὀρέσβιος), ενώ το β συνθετικό ανάγεται στην… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»