-
1 ορεγνυμι
(= ὀρέγω См. ορεγω)(только part.) протягивать, простирать
См. также в других словарях:
ὀρεγνύμενος — ὀρέγνυμι pres part mid masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορέγνυμι — ὀρέγνυμι (Α) (μόνο στις μτχ. ὀρεγνύς και ὀρεγνύμενος) ορέγω*, απλώνω τα χέρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρεγ τού ὀρέγω, κατά τα ρ. σε νυμι (πρβλ. όρ νυμι)] … Dictionary of Greek