Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ὀργιάς

См. также в других словарях:

  • οργιάς — ὀργιάς, άδος, ἡ (Α) (για εορτή) γεμάτη έκσταση και μυστικισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀργιώ + επίθημα άς, άδος (πρβλ. μαίνομαι: μαινάς)] …   Dictionary of Greek

  • ὀργίας — ὀργίᾱς , ὀργιάω to be fierce imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀργιά — ὀργιάς ecstatic and mystic fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀργιάδεσσιν — ὀργιάς ecstatic and mystic fem dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οργιαίος — και οργυιαίος, α, ο (Α ὀργυιαῑος, αία, ον) [οργιά] αυτός που έχει μήκος ή ύψος μιας οργιάς …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»