-
101 Κεκροψ
- οπος ὅ Кекроп (легендарный герой пеласгов, по преданию, первый царь Аттики, основатель Афин, отец Эрисихтона) Her., Thuc., Plat. -
102 κλωψ
οπός ὅ вор, похититель Her., Eur., Xen., Plut. -
103 κολλοψ
- οπος ὅ1) колок ( для натягивания струны)κόλλοπα ὀργῆς ἀνεῖναι Arph. — смягчать гнев2) рукоятка, ручка (sc. τοῦ κύκλου Arst.)3) загривок (кожное утолщение на шее быков и свиней, употр. в кулинарии) Arph. -
104 Μεροψ
- οπος ὅ Мероп1) вещий царь Перкоты Hom.2) миф. царь о-ва Кос Eur.3) миф. царь Эфиопии, жена которого, Климена, родила Фаэтонта от Гелиоса Eur. -
105 μηλωψ
μήλοπα καρπὸν ἀλετρεύειν Hom. — молоть золотистый плод, т.е. хлебные зерна
-
106 νωροψ
-
107 οινοψ
-
108 Οινοψ
- οπος ὅ Эноп ( житель Итаки) Hom. -
109 Οινωψ
-
110 ορφανιζω
1) делать сиротой(τοὺς παῖδας Eur.)
βίον τινὸς ὀ. Eur. — сделать сиротой кого-л. на всю жизнь;ἐκ δυοῖν ὠρφανισμένος Soph. — оставшийся без отца и матери2) лишать(τινὰ ζωᾶς Anth.; τινὰ ὕπνου Theocr.; κακὰν γλῶσσαν ὀπός Pind.)
-
111 πανελοψ
-
112 Πανοψ
Πάνοπος κρήνη Plat. — Панопов источник ( близ Афин)
-
113 παρνοψ
-
114 Πελοψ
- οπος ὅ Пелоп (родом из Лидии, сын Тантала, брат Ниобы, муж Гипподамии, отец Атрея, Тиеста и др., царь Элиды и Аргоса) Pind., Her., Soph. etc. -
115 πηνελοψ
-
116 σκαλοψ
-
117 σκολοψ
- οπος ὅ1) кол Hom., Eur.; pl. частокол Hom., Her., Xen.2) острие рыболовного крючкаἡ ἐς τὸ ἔμπαλιν τοῦ σκόλοπος ἀναστροφή Luc. — загнутое назад острие крючка
3) заноза(ἐδόθη μοι σ. τῇ σαρκί NT.)
σκόλοπός τινι καταπαγέντος Sext. — если в кого-л. попадет заноза4) поэт. деревоἀπὸ πέτρας ἢ σκόλοπος Eur. — с высоты скалы или дерева
-
118 στεροψ
-
119 Τριοψ
-
120 χαροπος
31) со сверкающими глазами(λέοντες Hom., HH., Hes.; κύνες HH.; θῆρες Soph.; πίθηκοι Arph.; ὄφιες Anth.)
2) светло-голубой(ὄμματα Ἀθάνας Theocr.; χρόα Plut.; πέλαγος Anth.)
См. также в других словарях:
οπός — ο (ΑΜ ὀπός) το γαλσ.κτώδες υγρό το οποίο εκρέει από εγκοπή ή χάραγμα σε φυτό ή σε καρπό, σε αντιδιαστολή προς τον χυλό ή τον χυμό («η ρητίνη είναι οπός τού πεύκου») νεοελλ. 1. χυμός, εκχύλισμα φυτού, καρπού ή ζωικού ιστού ή οργάνου το οποίο… … Dictionary of Greek
οπός — ο ού, γαλακτώδες υγρό από φυτά ή καρπό, που βγαίνει από το κόψιμο ή το χάραγμα: Οπός της παπαρούνας, αλλ. όπιο, το … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὀπός — ὄψ voice fem gen sg ὀπός juice masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πέλοψ — οπος ὁ Α μυθ. επώνυμος ήρωας τής Πελοποννήσου, γιος τού βασιλιά τής Φρυγίας ή τής Λυδίας Ταντάλου και τής Κλυτίας ή τής Ευρυάνασσας, αδελφός τής Νιόβης και τού Βροτέα. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πελιδνός] … Dictionary of Greek
ευρύοψ — οπος, ο αφρικανικό φυτό τής οικογένειας σύνθετα … Dictionary of Greek
πάνοψ — οπος, ὁ, Α (για τον Ερμή) αυτός που βλέπει τα πάντα, πανόπτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + οψ (< θ. οπ τού όπωπα*), πρβλ. μήλ οψ] … Dictionary of Greek
πανέλοψ — οπος, ὁ, Α (δωρ. και αιολ. τ.) βλ. πηνέλοψ … Dictionary of Greek
πρωτάνωψ — οπος, ο, Ν ιατρ. αυτός που πάσχει από πρωτανοπία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. protanope < prot (< πρώτος) + an (στερητικό αν / α ) + ope (< ωψ / οψ < ὄπωπα)] … Dictionary of Greek
σκάλοψ — οπος, ο, ΝΑ, και σκάλωψ Α (λόγιος τ.) ο τυφλοπόντικας, ο ασπάλακας. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τής λ. σπάλαξ (βλ. λ. ασπάλακας), ο οποίος έχει σχηματιστεί, πιθ. παρετυμολογικώς, από το ρ. σκάλλω* με επίθημα οψ, που απαντά και σε άλλα ον. ζώων (πρβλ. δρύ… … Dictionary of Greek
σκόλοψ — οπος, ὁ, ΜΑ βλ. σκόλοπας … Dictionary of Greek
στέροψ — οπος, ὁ, ἡ, Α αυτός που αστράφτει, λαμπερός, ακτινοβόλος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για σύνθ. λ. με α συνθετικό το θ. α στερ τής λ. ἀστήρ και β συνθετικό το oψ (< θ. οπ τού όπωπα*). Για την απουσία τού αρκτικού α βλ. λ. αστεροπή] … Dictionary of Greek