-
21 σκόλοψ,-οπος
+ ὁ N 3 1-0-2-0-1=4 Nm 33,55; Ez 28,24; Hos 2,8; Sir 43,19thorn Hos 2,8σκολόπων ἄκρα sharp peaks Sir 43,19; σκόλοπες ἐν τοῖς ὀφθαλμοῖς ὑμῶν (they shall be) thorns orsplinters in your eyes Nm 33,55→MM; NIDNTT; TWNT -
22 Αιθίοψ
-
23 εμμέτρωψ
(-οπός) ο мед. с нормальным зрением -
24 έποψ
-
25 κόλλοψ
-
26 μέροψ
(-οπός) ο зоол, золотистая щурка -
27 σκάλοψ
(-οπός) ο крот -
28 σκόλοψ
(-οπός) ο уст,, кол, заострённый шест -
29 χέδρωψ
(-οπός) ο бот. стручок -
30 Ὄψ
Οψ (ὀπός, ὀπί, ὄπ(α).)1 voice esp. of singers.ὀρφανίζει μὲν κακὰν γλῶσσαν φαεννᾶς ὀπός P. 4.283
Ἱπποκλέᾳ θέλοντες ἀγαγεῖν ἐπικωμίαν ἀνδρῶν κλυτὰν ὄπα P. 10.6
Ἐφυραίων ὄπ' ἀμφὶ Πηνειὸν γλυκεῖαν προχεόντων ἐμὰν P. 10.56
σέθεν ὄπα μαιόμενοι sc. of the Muse N. 3.5ὀπὶ νέων ἐπιχώριον χάρμα κελαδέων N. 3.66
βασιλῆα δὲ θεῶν πρέπει δάπεδον ἂν τόδε γαρυέμεν ἡμέρᾳ ὀπί N. 7.84
γλυκείας ὀπὸς ἀγασθέντες the sound of the Keledones Πα... παρ]θενηίας ὀπὸς εὐηρ[ατ fr. 333a. 14. dub., ] ογ' ὀπῶν τε δο[ (vid. Snell) Pae. 6.175 -
31 ὄψ
ὄψ (A), ἡ, poetic Noun, used in obliq. cases of sg., ὀπός, ὀπί, ὄπα,A voice, whether in speaking, shouting, lamenting,Ἀτρείδεω ὀπὸς ἔκλυον Il.16.76
, cf. 14.150, 18.222, 22.451, etc.; or in singing,Κίρκης.. ἀειδούσης ὀπὶ καλῇ Od.10.221
, cf. 5.61;ἄειδον ἀμειβόμεναι ὀπὶ καλῇ Il.1.604
, cf. Hes.Th.41, al., Pi.N.7.84, al., B.16.129, A.Supp.60 (lyr.), etc.; also of cicadae,ὄπα λειριόεσσαν ἱεῖσι Il.3.152
; of lambs,ἀκούουσαι ὄπα ἀρνῶν 4.435
; of flutes,αὐλῶν φθεγγομένων ἱμερόεσσαν ὄπα Thgn. 532
.II word,ὡς γὰρ ἐγὼν ὄπ' ἄκουσα θεῶν Il.7.53
;ἀμείλικτον δ' ὄπ' ἄκουσαν 11.137
, cf. 21.98, S.El. 1068 (lyr.), etc. (Cogn. with ἔπος, εἰπεῖν.)------------------------------------ὄψ (B), ἡ, gen. ὀπός, (ὄψομαι)A = ὄψις, the eye, face, Emp.88, Antim.63. -
32 laser
lāser, eris, n., der harzige Saft aus der Pflanze laserpicium (w. s.), Cels. 4, 4 (2); 4, 6 (3). Colum. 5, 10, 15; 12, 7, 4. Plin. 19, 38 sqq. u.a. Solin. 27, 49. Apic. 7, 258: laser Cyrenaicum (ὀπος Κυρηναϊκός), Colum. de arb. 23, 1. Scrib. Larg. 67. 175. 177. Veget. mul. 5, 59: laser Syriacum (ὀπος Μηδικός), Scrib. Larg. 16 u. 67. Veget mul. 5, 14, 12 (s. über beide laserpicium): laser Arretinum, scherzh. v. Mäcenas, Aug. bei Macr. sat. 2, 4, 12. – auch die Pflanze selbst, laseris radix, Plin. 19, 53. Scrib. Larg. 192 u. 196: laseris radicula, Plin. 20, 80. – / Nbf. lasar, aris, n., Plin. 5, 33. Apic. 8, 379 (wo lasaris radix).
-
33 σίλφιον
σίλφιον, τό, eine Pflanze, laserpitium, deren Saft als Arznei und an Speisen gebraucht ward; zuerst bei Her. 4, 169. 192; Soph. frg. 945; Ar. Equ. 892 Av. 534 u. öfter; Theophr. u. Folgde. Die wohlriechende afrikanische Art, die den ὀπὸς Κυρηναϊκός gab, ist ferula tingitana od. thapsia gummitera nach Sprengel; die persische, von der der ὀπὸς Μηδικός kommt, ist unsere asa foetida.
-
34 ὄψ
ὄψ, ὀπός, ἡ (ἔπος), die Stimme des Sprechenden, Singenden, Rufenden; οὐδέ πω Ἀτρείδεω ὀπὸς ἔκλυον αὐδήσαντος, Il. 16, 76; Μοῦσαι ἄειδον ἀμειβόμεναι ὀπὶ καλῇ, 1, 604; ἀειδούσης ὀπὶ καλῇ, Od. 10, 221; der Sirenen, 12, 52; auch von den Cicaden, ὄπα λειριόεσσαν ἱεῖσι, Il. 3, 152; ἀρνῶν, 4, 435; Ausspruch, Rede, 7, 53. 11, 137. 21, 98; Pind. ἔβαλεν ὕμνος ὀπὶ νέων κελαδέων, N. 3, 63; ὄπα γλυκεῖαν προχεόντων ἐμάν, P. 10, 56, öfter; Aesch. Suppl. 58; Soph. El. 1057; ἤκουσαν ὑστάτην ὄπα, Eur. Hec. 555; ἐξέκλαγξ' ὄπα ἀξύνετον, Ion 1204, öfter; einzeln bei sp. D.; der plur. scheint nicht vorzukommen.
-
35 Αιθιοψ
-
36 ελλοψ
III -
37 μεροψ
I(только pl.) смертный (ἄνθρωποι, βροτοί Hom.; λαοί Aesch.)
II- οπος ὅ1) смертный, человек(οὔτις μερόπων Aesch.)
-
38 οψ
ὄψIὀπός ἥ [ одного корня с ἔπος] (только sing. в косв. падежах)1) голос(Ἀτρείδεω, Κίρκης ἀειδούσης, sc. τεττίγων, ἀρνῶν Hom.)
2) слово, речь(θεῶν Hom.)
IIὀπός ἥ [ одного корня с ὄψομαι] взор, зрение, видение Emped. -
39 οπώ
ὀπάζωmake to follow: fut ind act 1st sg (attic epic ionic)ὀπόςjuice: masc gen sg (doric aeolic)——————ὀπάζωmake to follow: fut opt act 3rd sgὀπόςjuice: masc dat sg -
40 laser
lāser, eris, n., der harzige Saft aus der Pflanze laserpicium (w. s.), Cels. 4, 4 (2); 4, 6 (3). Colum. 5, 10, 15; 12, 7, 4. Plin. 19, 38 sqq. u.a. Solin. 27, 49. Apic. 7, 258: laser Cyrenaicum (ὀπος Κυρηναϊκός), Colum. de arb. 23, 1. Scrib. Larg. 67. 175. 177. Veget. mul. 5, 59: laser Syriacum (ὀπος Μηδικός), Scrib. Larg. 16 u. 67. Veget mul. 5, 14, 12 (s. über beide laserpicium): laser Arretinum, scherzh. v. Mäcenas, Aug. bei Macr. sat. 2, 4, 12. – auch die Pflanze selbst, laseris radix, Plin. 19, 53. Scrib. Larg. 192 u. 196: laseris radicula, Plin. 20, 80. – ⇒ Nbf. lasar, aris, n., Plin. 5, 33. Apic. 8, 379 (wo lasaris radix).
См. также в других словарях:
οπός — ο (ΑΜ ὀπός) το γαλσ.κτώδες υγρό το οποίο εκρέει από εγκοπή ή χάραγμα σε φυτό ή σε καρπό, σε αντιδιαστολή προς τον χυλό ή τον χυμό («η ρητίνη είναι οπός τού πεύκου») νεοελλ. 1. χυμός, εκχύλισμα φυτού, καρπού ή ζωικού ιστού ή οργάνου το οποίο… … Dictionary of Greek
οπός — ο ού, γαλακτώδες υγρό από φυτά ή καρπό, που βγαίνει από το κόψιμο ή το χάραγμα: Οπός της παπαρούνας, αλλ. όπιο, το … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὀπός — ὄψ voice fem gen sg ὀπός juice masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πέλοψ — οπος ὁ Α μυθ. επώνυμος ήρωας τής Πελοποννήσου, γιος τού βασιλιά τής Φρυγίας ή τής Λυδίας Ταντάλου και τής Κλυτίας ή τής Ευρυάνασσας, αδελφός τής Νιόβης και τού Βροτέα. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πελιδνός] … Dictionary of Greek
ευρύοψ — οπος, ο αφρικανικό φυτό τής οικογένειας σύνθετα … Dictionary of Greek
πάνοψ — οπος, ὁ, Α (για τον Ερμή) αυτός που βλέπει τα πάντα, πανόπτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + οψ (< θ. οπ τού όπωπα*), πρβλ. μήλ οψ] … Dictionary of Greek
πανέλοψ — οπος, ὁ, Α (δωρ. και αιολ. τ.) βλ. πηνέλοψ … Dictionary of Greek
πρωτάνωψ — οπος, ο, Ν ιατρ. αυτός που πάσχει από πρωτανοπία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. protanope < prot (< πρώτος) + an (στερητικό αν / α ) + ope (< ωψ / οψ < ὄπωπα)] … Dictionary of Greek
σκάλοψ — οπος, ο, ΝΑ, και σκάλωψ Α (λόγιος τ.) ο τυφλοπόντικας, ο ασπάλακας. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τής λ. σπάλαξ (βλ. λ. ασπάλακας), ο οποίος έχει σχηματιστεί, πιθ. παρετυμολογικώς, από το ρ. σκάλλω* με επίθημα οψ, που απαντά και σε άλλα ον. ζώων (πρβλ. δρύ… … Dictionary of Greek
σκόλοψ — οπος, ὁ, ΜΑ βλ. σκόλοπας … Dictionary of Greek
στέροψ — οπος, ὁ, ἡ, Α αυτός που αστράφτει, λαμπερός, ακτινοβόλος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για σύνθ. λ. με α συνθετικό το θ. α στερ τής λ. ἀστήρ και β συνθετικό το oψ (< θ. οπ τού όπωπα*). Για την απουσία τού αρκτικού α βλ. λ. αστεροπή] … Dictionary of Greek