Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

Πάνοψ

См. также в других словарях:

  • πάνοψ — οπος, ὁ, Α (για τον Ερμή) αυτός που βλέπει τα πάντα, πανόπτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + οψ (< θ. οπ τού όπωπα*), πρβλ. μήλ οψ] …   Dictionary of Greek

  • PANOPS — Hesych. Πάνοψ, ἥρως Ἀττικὸς, ἐςτὶ δὲ αὐτοῦ νεὼς καὶ ἄγαλμα καὶ χρήνη …   Hofmann J. Lexicon universale

  • παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»