-
1 πανελοψ
-
2 πανέλοψ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πανέλοψ
-
3 πηνελοψ
См. также в других словарях:
πανέλοψ — οπος, ὁ, Α (δωρ. και αιολ. τ.) βλ. πηνέλοψ … Dictionary of Greek
πηνέλοψ — και δωρ. τ. πανέλοψ, οπος, ὁ, Α είδος νήσσας, πάπιας, με πορφυρές ταινίες στο πτέρωμά της, κοινώς γνωστό σήμερα ως σφυριχτάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. εμφανίζει επίθημα οψ, που απαντά και σε άλλα ονόματα πουλιών (πρβλ. αέρ οψ, δρύ οψ, μέρ… … Dictionary of Greek