-
1 ὀπταλέος
-
2 ὀπταλέος
ὀπταλέος, gebraten; auch = gebacken -
3 ὠμός
ὠμός, roh, ungekocht, bes. vom Fleische; Il. 22, 347. 23, 21 Od. 18, 87. 22, 476; Ggstz ὀπταλέος 12, 396; wie Il. 4, 35 gesagt ist ὠμὸν βεβρώϑοις Πρίαμον, so steht ὠμὸν καταφαγεῖν τινα od. ὠμοῦ ἐσϑίειν τινός, Einen lebendig, mit Haut und Haaren auffressen, von der rohesten und wildesten Grausamkeit od. der Aeußerung des grimmigsten Hasses, Xen. An. 4, 8,14 Hell. 3, 3,6. – Von Feld- und Baumfrüchten, unreif, Ggstz von πέπων, Ar. Equ. 260; – aber auch ὠμὸν γῆρας, ein unzeitiges, zu früh gereiftes Alter, Od. 15, 357; Hes. O. 707; τόκος, unzeitige, zu frühzeitige Geburt, Philostr. – Uebertr. = roh, grausam, ungebildet, ὠμοί τε δούλοις πάντα καὶ παρὰ στάϑμην Aesch. Ag. 1045; εἴς τινα Eur. Hipp. 1264, vgl. I. A. 913 Hec. 359; Soph. O. R. 828; βούλευμα, στάσις, Thuc. 3, 36. 81; neben βίαιον, Ggstz von φιλανϑρωπέω, Dem. 24, 24; ὠμοὶ καὶ ἄνομοι Plat. Legg. VII, 923 e, u. öfter; – adv., ὠμῶς καὶ ἀπαραιτήτως Thuc. 3, 84, καὶ πικρῶς Dem. 29, 2, καὶ ἀναιδῶς 18, 285.
См. также в других словарях:
οπταλέος — ὀπταλέος, α, ον (Α) οπτός, ψημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπτός (ΙΙ) «ψημένος» + επίθημα αλέος (πρβλ. εφθ αλέος)] … Dictionary of Greek
ὀπταλέος — roasted masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπταλέα — ὀπταλέος roasted neut nom/voc/acc pl ὀπταλέᾱ , ὀπταλέος roasted fem nom/voc/acc dual ὀπταλέᾱ , ὀπταλέος roasted fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπταλέαις — ὀπταλέος roasted fem dat pl ὀπταλέᾱͅς , ὀπταλέος roasted fem dat pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπταλέον — ὀπταλέος roasted masc acc sg ὀπταλέος roasted neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπταλέην — ὀπταλέος roasted fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπταλέους — ὀπταλέος roasted masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπταλέων — ὀπταλέος roasted masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπταλέῃσιν — ὀπταλέος roasted fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-αλέος — Γλωσσ. κατάληξη επιθέτων τής αρχαίας, που απαντά στα ομηρικά κείμενα και ιδιαίτερα στους μεταγενέστερους επικούς ποιητές. Στην αρχαία Ελληνική μαρτυρούνται συνολικά 112 περίπου επίθετα σε αλέος. Η κατάληξη δεν μαρτυρείται στην αττική διάλεκτο, η… … Dictionary of Greek
αυσταλέος — αὐσταλέος και ἀϋσταλέος, α, ον (Α) 1. ξερός, στεγνός, ηλιοκαμένος 2. διψασμένος, διψαλέος 3. ναρκωμένος, ξερός από φόβο 4. ξεραμένος, μαραμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) αυστ (πιθ. του ρηματικού επιθ. *αυστός του αὔω ή αὕω «ξεραίνω, στεγνώνω») +… … Dictionary of Greek