Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

πλίνϑος

См. также в других словарях:

  • πλίνθος — brick fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλίνθος — Ευρύτατη ποικιλία οικοδομικών υλικών τα οποία κατασκευάζονται από αργιλώδη γη. Γενικότερα είναι γνωστός με την ονομασία τούβλο. Η πρώτη ύλη καθαρίζεται, αναμειγνύεται με νερό, τοποθετείται σε καλούπια, ξεραίνεται και, τέλος, ψήνεται σε ειδικά… …   Dictionary of Greek

  • πλίνθοι — πλίνθος brick fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλίνθους — πλίνθος brick fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χορτόπλινθος — η, ΝΜΑ, και χορτόπλινθος, ο, Ν πλίνθος από χώμα ανακατεμένο με χόρτα και ρίζες, πλιθί. [ΕΤΥΜΟΛ. < χόρτος + πλίνθος (πρβλ. ὠμό πλινθος)] …   Dictionary of Greek

  • ωμόπλινθος — η, / ὠμόπλινθος, ΝΑ πλίνθος που δεν έχει ψηθεί σε καμίνι αλλά έχει ξηρανθεί στον ήλιο, αλλ. ωμή πλίνθος, κν. πλίθρα και πλιθί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + πλίνθος] …   Dictionary of Greek

  • плита — укр. плита плита , др. русск. плита камень, кирпич (часто; см. Срезн. II, 965), болг. плита (Младенов 430), возм., сербохорв. пли̏тица мелкая миска . Скорее всего, родственно греч. πλίνθος кирпич , которое сближают, далее, с англос. flint кремень …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • КОЛОННА —    • Columna,          στήλη или στυ̃λος, также κίων, столб, колонна. Первоначально столбы служили только для удобства, как подпора крыши; сначала они состояли, вероятно, из древесных стволов или неотесанных каменных глыб и только мало помалу… …   Реальный словарь классических древностей

  • ανθρακόπλινθος — η η πλίνθος που κατασκευάζεται απο καρβουνόσκονη. [ΕΤΥΜΟΛ. < άνθραξ + πλίνθος. Η λ. μαρτυρείται στον πληθυντικό (ανθρακόπλινθοι, αι) απο το 1898 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • γαιανθρακόπλινθος — ο πλίνθος που γίνεται με συμπίεση (ή με προσθήκη κολλητικής ουσίας) από σκόνη λιθανθράκων. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαιάνθρακας + πλίνθος. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Πρωΐα] …   Dictionary of Greek

  • οπτόπλινθον — ὀπτόπλινθον, τὸ (Α) οπτόπλινθος, ψημένη πλίνθος, τούβλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπτός (ΙΙ) «ψημένος» + πλίνθος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»