-
1 ὀξυρεπής
1 delicately poised φῶτας δ' ὀξυρεπεῖ δόλῳ ἀπτωτὶ δαμάσσαις i. e. by swiftly shifting balance O. 9.91 -
2 ὀξυρεπής
ὀξῠ-ρεπής, ές,A = ὀξύρροπος, ὀ. δόλῳ with quick-turning art. Pi.O.9.91 ; ὀξυρρεπής in Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀξυρεπής
-
3 οξυρεπεί
ὀξυρεπήςquick-turning: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (attic epic)ὀξυρεπήςquick-turning: masc /fem /neut dat sg -
4 ὀξυρεπεῖ
ὀξυρεπήςquick-turning: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (attic epic)ὀξυρεπήςquick-turning: masc /fem /neut dat sg -
5 ὀξύρροπος
ὀξῠ-ρροπος, ον,A turning quickly, prop. of a delicate balance: metaph., ὀ. πρὸς τὰς ὀργάς sudden and quick to anger, Pl.Tht. 144a ;εἰς ὀργήν Jul.Or.2.65d
;νοῦς ὀ. πρὸς τὰς μιαιφονίας Memn.2
; also ὀ. θυμός unstable temper, Pl.R. 411b ; τὸ ὀ. τῆς πεύσεως rapidity or vehemence, Longin.18.1 ; cf. ὀξυρεπής. Adv.- πως D.C.Fr.50.3
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀξύρροπος
См. также в других словарях:
οξυρεπής — ὀξυρεπής και, κατά τον Ησύχ., ὀξυρρεπής, ές (Α) 1. αυτός που διακρίνεται για την ευστροφία του («ὀξυρεπεῑ δόλῳ» με εύστροφη δολιότητα, Πίνδ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «ὀξυρρεπής ὀξέως βαρῶν, ἤ ῥέπων, ἤ κινούμενος». επίρρ... ὀξυρρεπῶς (Α) με οξυρεπή… … Dictionary of Greek
ὀξυρεπεῖ — ὀξυρεπής quick turning masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ὀξυρεπής quick turning masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οξυ- — (ΑΜ οξυ ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. ὀξύς και προσδίδει στο β συνθετικό την ιδιότητα τού αιχμηρού, τού μυτερού (πρβλ. οξύ ρρινος, οξύ ρρυγχος), τού διαπεραστικού (πρβλ. οξύ τονος, οξύ φωνος),… … Dictionary of Greek