-
1 οξυρεπεί
ὀξυρεπήςquick-turning: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (attic epic)ὀξυρεπήςquick-turning: masc /fem /neut dat sg -
2 ὀξυρεπεῖ
ὀξυρεπήςquick-turning: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (attic epic)ὀξυρεπήςquick-turning: masc /fem /neut dat sg -
3 ἀπτωτί
1 without a fall φῶτας δ' ὀξυρεπεῖ δόλῳ ἀπτωτὶ δαμάσσαις (Bergk: ἀπτῶτι codd.: ἐπιρρηματικῶς. Σ.) O. 9.92 -
4 δαμάζω
δᾰμάζω (act. ἐδάμᾰσας, δάμασσας, δάμᾰσε(ν), ἐδάμασσε; δαμάσσαις: med. aor. ἐδαμάσσατο: pass. δαμαζομέναν: aor. δαμασθέντες, δαμασθέν; (from δάμναμι) δμᾶθεν; δᾰμείς, -έντα, -έντες, δᾰμεῖσα)1 conquer, master, overcomeaφῶτας δ' ὀξυρεπεῖ δόλῳ ἀπτωτὶ δαμάσσαις διήρχετο κύκλον O. 9.92
δάμασε καὶ κείνους Ἡρακλέης ἐφ' ὁδῷ O. 10.30
οἷα Συρακοσίων ἀρχῷ δαμασθέντες πάθον P. 1.73
δαμεῖσα χρυσέοις τόξοισιν ὕπ' Ἀρτέμιδος εἰς Ἀίδα δόμον ἐν θαλάμῳ κατέβα (sc. Κορωνίς) P. 3.9δμᾶθεν δὲ κεραυνῷ τόξοισί τ' Ἀπόλλωνος P. 8.17
δάμασε δὲ θῆρας ἐν πελάγει ὑπερόχους N. 3.23
Γίγαντας ὃς ἐδάμασας sc. Herakles N. 7.90 met.,Ἀγλαοτρίαιναν δαμέντα φρένας ἱμέρῳ O. 1.41
πῆμα θνᾴσκει παλίγκοτον δαμασθέν O. 2.20
ἀλλ' ᾧτινι μὴ λιπότεκνος σφάλῃ πάμπαν οἷκος βιαίᾳ δαμεὶς ἀνάγκᾳ Παρθ. 1. 1. ἀέξονται φρένας ἀμπελίνοις τόξοις δαμέντες i. e. overcome by the effects of wine fr. 124. 11. med.,δαίμων δ' ἕτερος ἐς κακὸν τρέψαις ἐδαμάσσατό νιν P. 3.35
b in special usages.I master (horses)ἀγαναῖσιν ἐν χερσὶ ποικιλανίους ἐδάμασσε πώλους P. 2.8
II seduce ἢ ἑτέρῳ λέχει δαμαζομέναν (sc. Κλυταιμήστραν) ἔννυχοι πάραγον κοῖται; P. 11.24III establish one's mastery in c. acc.Ἥρας τ' ἀγῶν ἐπιχώριον νίκαις τρισσαῖς, ὦ Ἀριστόμενες, δάμασσας ἔργῳ P. 8.80
-
5 δόλος
1 cunning, treachery φῶτας δ' ὀξυρεπεῖ δόλῳ ἀπτωτὶ δαμάσσαις in wrestling O. 9.91 θυγατέρι ἅντε δόλον αὐτῷ θέσαν Ζηνὸς παλάμαι, καλὸν πῆμα (= ψεῦδος γλυκύ v. 37) P. 2.39καὶ τότε γνοὺς Ἴσχυος Εἰλατίδα ξεινίαν κοίταν ἄθεμίν τε δόλον P. 3.32
τὸν δὴ (sc. Ὀρέσταν) —Κλυταιμήστρας χειρῶν ὕπο κρατερᾶν ἐκ δόλου τροφὸς ἄνελε δυσπενθέος P. 11.18
ὥς τέ νιν (= Πηλέα) —Ἱππολύτα δόλῳ πεδᾶσαι ἤθελε N. 5.26
]αιον δόλον ἀπνευ[ Pae. 8.87
-
6 ὀξυρεπής
1 delicately poised φῶτας δ' ὀξυρεπεῖ δόλῳ ἀπτωτὶ δαμάσσαις i. e. by swiftly shifting balance O. 9.91
См. также в других словарях:
ὀξυρεπεῖ — ὀξυρεπής quick turning masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ὀξυρεπής quick turning masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οξυρεπής — ὀξυρεπής και, κατά τον Ησύχ., ὀξυρρεπής, ές (Α) 1. αυτός που διακρίνεται για την ευστροφία του («ὀξυρεπεῑ δόλῳ» με εύστροφη δολιότητα, Πίνδ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «ὀξυρρεπής ὀξέως βαρῶν, ἤ ῥέπων, ἤ κινούμενος». επίρρ... ὀξυρρεπῶς (Α) με οξυρεπή… … Dictionary of Greek