Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ὀξυρεπεῖ

См. также в других словарях:

  • ὀξυρεπεῖ — ὀξυρεπής quick turning masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ὀξυρεπής quick turning masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οξυρεπής — ὀξυρεπής και, κατά τον Ησύχ., ὀξυρρεπής, ές (Α) 1. αυτός που διακρίνεται για την ευστροφία του («ὀξυρεπεῑ δόλῳ» με εύστροφη δολιότητα, Πίνδ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «ὀξυρρεπής ὀξέως βαρῶν, ἤ ῥέπων, ἤ κινούμενος». επίρρ... ὀξυρρεπῶς (Α) με οξυρεπή… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»