Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ὀξυπλήξ

См. также в других словарях:

  • οξυπλήξ — ὀξυπλήξ, ῆγος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που επιφέρει οξύ, ισχυρό πλήγμα, ο πολύ έντονος («ὀξυπλῆγας γόους», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + πλήξ, πληγός (< πλήττω), πρβλ. αλι πλήξ] …   Dictionary of Greek

  • οξυ- — (ΑΜ οξυ ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. ὀξύς και προσδίδει στο β συνθετικό την ιδιότητα τού αιχμηρού, τού μυτερού (πρβλ. οξύ ρρινος, οξύ ρρυγχος), τού διαπεραστικού (πρβλ. οξύ τονος, οξύ φωνος),… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»