-
1 πληγός
πλήξfem gen sg -
2 δεκά-πληγος
δεκά-πληγος, ἡ, die zehn Plagen Aegyptens, Or. Sib.; Ol. Alex.; τὸ δ. Ios.
-
3 απληξ
-
4 βουπληξ
- πλῆγος ὅ и ἥ2) жертвенный топор Anth. -
5 ηδονοπλης
- πλῆγος adj. упоенный наслаждением, опьяненный радостью(φύσις Anaxarchus ap. Plut.)
-
6 καρτεροπληξ
-
7 κυματοπληξ
-
8 οινοπληξ
-
9 οιστροπληξ
-
10 οξυπληξ
-
11 ορθοπληξ
-
12 γαστεροπλήξ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γαστεροπλήξ
-
13 δεκάπληγος
δεκᾰ-πληγος, ἡ,A the ten plagues, of Egypt, PMag.Par.1.3037.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δεκάπληγος
-
14 οἰστροπλήξ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > οἰστροπλήξ
-
15 σορόπληκτος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σορόπληκτος
-
16 φωτοπλήξ
A smiting with rays of light, PMag.Par. 1.2242.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φωτοπλήξ
-
17 ἀστρόπληγος
ἀστρό-πληγος, ον,A = ἀστροβλής, Gp.5.36.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀστρόπληγος
-
18 ἡλιοπλήξ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἡλιοπλήξ
-
19 ὑδατοπλήξ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑδατοπλήξ
См. также в других словарях:
πληγός — πλήξ fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωτοπλήξ — πλῆγος, ὁ, ἡ, Α αυτός που πλήττει κάποιον ή κάτι με ακτίνες φωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο) * + πλήξ (< πλήσσω), πρβλ. κυματο πλήξ, οἰστρο πλήξ] … Dictionary of Greek
παλαιόπληγος — παλαιόπληγος, ον (Μ) αυτός που κακοπάθησε από παλιές πληγές ή από παλιούς τραυματισμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλαιο * + πληγος (< πληγή), πρβλ. αστρό πληγος] … Dictionary of Greek
τοσάπληγος — ον, Μ αυτός που έχει δεχθεί τόσα πλήγματα, που έχει τιμωρηθεί τόσες φορές. [ΕΤΥΜΟΛ. < τόσος + πληγος (< πληγή), πρβλ. δεκά πληγος. Η μορφή τού α συνθετικού είναι αναλογική προς τα: επτα , δεκα ] … Dictionary of Greek
γαστεροπλήξ — ( πλῆγος), ο (Μ) ο λαίμαργος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαστήρ ( έρος) + πληξ < πλήσσω / πλήττω (πρβλ. αλιπλήξ, αστροπλήξ κ.ά.)] … Dictionary of Greek
λινόπληκτος — και λινόπληγος, ον και λινοπλήξ, ῆγος, ό, ἡ (Α) (κυρίως για ζώα που πιάστηκαν σε παγίδα και διέφυγαν) αυτός που φοβάται, που αποφεύγει τα δίχτια ή τις παγίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + πληκτος (< πλήσσω), πρβλ. αλί πληκτος, θαλασσό πληκτος. Ο τ.… … Dictionary of Greek
μεθυπλήξ — μεθυπλήξ, ῆγος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που έχει χτυπηθεί από το κρασί, ο μεθυσμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέθυ «κρασί» + πλήξ, πλῆγος (< πλήττω), πρβλ. κυματο πλήξ, οιστρο πλήξ] … Dictionary of Greek
οιστροπλήξ — οἰστροπλήξ, πλῆγος, ὁ, η (Α) (ποιητ. τ.) (για την Ιώ και για τις Βάκχες) αυτός που έχει πληγεί από τον οίστρο, μανιώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶστρος + πλήξ (< πλήσσω), πρβλ. ονειρο πλήξ] … Dictionary of Greek
οξυπλήξ — ὀξυπλήξ, ῆγος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που επιφέρει οξύ, ισχυρό πλήγμα, ο πολύ έντονος («ὀξυπλῆγας γόους», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + πλήξ, πληγός (< πλήττω), πρβλ. αλι πλήξ] … Dictionary of Greek
υστεροπληγία — η, Ν ιατρ. παράλυση τής μήτρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < υστέρα «μήτρα» + πληγία (< πληγος < πληγή), πρβλ. καρδιο πληγία] … Dictionary of Greek