-
21 ἀμάω
Aἀμάων A.R.3.1187
, dat. pl.ἀμώντεσσι Theoc.10.16
: [tense] impf.ἤμων Il.18.551
: [tense] fut. , Hdt.6.28: [tense] aor. , A.Ag. 1044, [dialect] Ep. ἄμησα ([etym.] δι-) Il.3.359:—[voice] Med., Hes.Op. 778, E.Fr. 419: [tense] fut. (v. infr. 3), A.R.1.688:—[voice] Pass., [tense] aor. part. : [tense] pf. ἤμημαι ([etym.] ἐξ-) S.Aj. 1179. Simple Verb takes augm. in Hom., but not compds., v. Il.3.359, 24.165, Od.5.482. [Hom. has [pron. full] ᾱ in simple Verb, [pron. full] ᾰ in compds., Trag. always ᾰ; later, [pron. full] ᾱ Theoc.10.16,50, A.R. 1.1183, etc., [pron. full] ᾰ Theoc.11.73, Call.Cer. 137, etc.]:—orig., reap corn, abs.,ἤμων ὀξείας δρεπάνας ἐν χερσὶν ἔχοντες Il.18.551
;ὑμνὸν ἀμάειν Hes.Op. 392
;θερίζειν καὶ ἀ. PHib.1.47.12
(iii B.C.);ἥμενος ἀμήσεις Hes.Op. 480
: metaph., ἤμησαν καλῶς they reaped abundantly, A.Ag. 1044: c.acc.,μάλα κεν βαθὺ λήϊον.. εἰς ὥρας ἀμῷεν Od.9.135
, cf. Thgn. 107;ὡς ἀμήσων τὸν σῖτον Hdt.6.28
, cf. 4.199;τἀλλότριον ἀρῶν θέρος Ar.Eq. 392
.b metaph.,ἐλευθερίαν ἀμώμεθα Plu.2.210b
.2 generally, cut,λαχνήεντ' ὄροφον λειμωνόθεν ἀμήσαντες Il.24.451
;θαλλὸν ἀμάσας Theoc.11.73
:—[voice] Med.,σχοῖνον ἀμησάμενος AP4.1.26
(Mel.);στάχυν ἀμήσονται A.R.1.688
, cf. Call.Dian. 164;ἀμῶνται Q.S.14.199
.3 mow down in battle. A.R.3.1187,1<*>82, AP9.362.25: [tense] fut. [voice] Med. ἀμάσεται is cited from S. (Fr. 625 ) in this sense by Hsch.------------------------------------A draw, gather (cf. ἐξ-, ἐπ-, καταμάομαι), ταλάροισιν ἀμησάμενοι [γάλα] Od.9.247
, cf. A.R.3.859; ;ἀμήσατο γαῖαν ἀμφ' αὐτοῖς A.R.1.1305
: metaph.,ἀρετήν Jul.Or.5.169b
:—[voice] Act., χερσὶν ἀμήσας κρατὸς ὕπερθε κόνιν, of a mourner, pouring dust on his head, AP7.241 (Antip.).—Poet. and later Prose. (Cl. Lith. sémti 'draw (water)'.) -
22 ἀϋτή
A cry, shout, esp. battle-shout, war-cry,ἀϋτὴ δ' οὐρανὸν ἷκεν Il.2.153
;ἀϋτή τε πτόλεμός τε 6.328
;κίνδυνος ὀξείας ἀϋτᾶς Pi.N.9.35
: generally,γλώσσης ἀϋτὴν Φωκίδος A.Ch. 564
; of the blast of the trumpet, Id.Pers. 395; of the creaking of the axle, Parm.1.6. (ἀϝῡτά IG9(1).868
(Corc.).) -
23 ὑποβιβαστικός
A purgative, Dsc.4.1, Antyll. ap. Orib.6.34.3. Adv.-κῶς, μετατιθέναι τὰς ὀξείας
nearer to the end of the word,Eust.
980.52.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑποβιβαστικός
-
24 θοός 2
θοός 2.Grammatical information: adj.Meaning: `sharp' in νήσοισι ἐπιπροέηκε Θοῃ̃σιν (ο 299); cf. Str. 8, 3, 26 Θοὰς δε εἴρηκε τὰς Όξείας κτλ. (s. Bechtel Lex. s. v.), hell. a. late of γόμφοι, ὀδόντες, πελέκεις, ξίφος (A. R., AP).Derivatives: Factitive aorist ἐθόωσα `I made a point on' (ι 327), perf. ptc. pass. τεθοωμένος (Nic., Opp.).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: No certain connection. Schulze KZ 29, 261 = Kl. Schr. 370 compared Skt. dhā́rā `cutting edge, blade (of a sword)'.Page in Frisk: 1,678Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > θοός 2
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ὀξείας — ὀξείᾱς , ὀξύς 2 sharp fem acc pl (ionic) ὀξείᾱς , ὀξύς 2 sharp fem gen sg (doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οστεομυελίτιδα — (Ιατρ.). Φλεγμονώδης εξεργασία, η οποία προσβάλλει όλους τους ιστούς που συγκροτούν το οστό, δηλαδή το κυρίως οστό και τον μυελό. Κύριο αίτιο είναι ο χρυσίζων σταφυλόκοκκος, αλλά ο. μπορεί να προκληθεί και από άλλα μικρόβια, όπως ο στρεπτόκοκκος … Dictionary of Greek
πλευρίτιδα — Η φλεγμονή του υπεζωκότα, ο οποίος αποτελεί ένα είδος σάκου που καλύπτει την εσωτερική επιφάνεια της θωρακικής κοιλότητας και, καθώς αναδιπλώνεται, την εξωτερική επιφάνεια των πνευμόνων. Ανάμεσα στα δύο πέταλα του υπεζωκότα σχηματίζεται κλειστή… … Dictionary of Greek
острыи — (58) пр. 1.Имеющий острый, сильно отточенный край, ребро: бь˫аше ст҃ѹю ѡстрымь камениѥмь. ПрЛ 1282, 17г; и черепы острыми стръгаша ˫а. Там же, 126б; по семь положиш(а) и на остры(х) черепина(х). ПрЮр XIV2, 37а; ра(д)iсѧ кнѧземъ нашимъ высоки… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
OXYBLATTA — purpura intensioris ac vividioris Iuminis, quae Comico ὀξεῖα φοινικὶς; apud Suidam in βάμμα, πορφύραι διάφοροι καὶ ὀξύταται, purpurae excellentes et vividissimae, Car. du Fresne Glossar. Latini excitatum. i. e. clarum et acutum vocant colorem,… … Hofmann J. Lexicon universale
STOICI — Philosophorum secta, cuius auctor est Zeno Cittieus, Strabo l. 14. Κίττιον ἔχει λιμένα κλειςτόν. εντἐυθέν ἐςτι Ζην´ων ὁ τῆς Στωϊκῆς αἰρέσεως ἀρχηγέτης. Stoicis autem nomen a porticu, ubi docuit Zeno. Quasi dicas, porticenses, ve. porticuarios.… … Hofmann J. Lexicon universale
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
αδενοπάθεια — Πάθηση που εμφανίζεται κατά τη διάρκεια οξείας μορφής ασθενειών του αναπνευστικού συστήματος (βρογχίτιδα, βρογχοπνευμονία, γρίππη, κοκίτης). Μπορεί να διαρκέσει μικρότερο ή μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, ανάλογα με τη λοιμώδη νόσο που την έχει… … Dictionary of Greek
αφωνία — Ανικανότητα εκφοράς ήχου, και συνεπώς πλήρης απώλεια της φωνής, που είναι αποτέλεσμα οξείας ή χρόνιας φλεγμονής ή όγκων του λάρυγγα, ιδιαίτερα στην περιοχή των φωνητικών χορδών. Η α. μπορεί να είναι και νευρικής φύσης, η οποία οφείλεται σε… … Dictionary of Greek
βλεννόρροια — Αφροδίσιο νόσημα, η εμφάνιση του οποίου οφείλεται στον γονόκοκκο του Νάισερ και η μετάδοσή του γίνεται με τη συνουσία. Πρόκειται για ένα είδος φλεγμονής της ουρήθρας, που προκαλείται μετά από επώαση του μικροβίου, η οποία διαρκεί 2 5 μέρες, και… … Dictionary of Greek
γαστρίτιδα — Φλεγμονή, οξεία ή χρόνια, του βλεννογόνου του στομάχου. Η απλή οξεία γ. είναι αρκετά συχνή και εμφανίζεται μετά τη βρώση ουσιών ποσοτικά και ποιοτικά ερεθιστικών, όπως φάρμακα, οινοπνευματώδη ποτά, καφές, τροφές με άφθονα καρυκεύματα, παγωμένες ή … Dictionary of Greek