-
1 ολιζων...
-
2 Ολιζών
-
3 Ὀλιζών
-
4 ὀλίζων
ὀλίζων, ον, poet. compar. zu ὀλίγος, wie μέζων zu μέγας; Nic. Ther. 372; Ep. ad. 522 (IX, 521) ist ὀλίζον κλέος = dem Positiv; – ὀλίζωνες, Nic. Th. 123, ist auffallend (für ὀλίζονες,) u. Bentley vermuthet daher ὀλιζότεραι. S. übrigens nom. propr.
-
5 ολιζων
-
6 Ολιζων
- ῶνος ἥ Олизон ( город на крайнем юге п-ова Магнесия) Hom. -
7 ολίζων
ὀλίγοςlittle: masc /fem nom comp sgὀλιζόωmake less: imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)ὀλιζόωmake less: imperf ind act 1st sg (doric aeolic) -
8 ὀλίζων
ὀλίγοςlittle: masc /fem nom comp sgὀλιζόωmake less: imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)ὀλιζόωmake less: imperf ind act 1st sg (doric aeolic) -
9 ὀλίζων
-
10 Ὀλιζών
Ὀλιζών: a town in Magnesia in Thessaly, Il. 2.717†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > Ὀλιζών
-
11 ὑπ-ολίζων
ὑπ-ολίζων, gen. ονος, etwas weniger, kleiner, λαοὶ δ' ὑπολίζονες ἦσαν Il. 18, 519, als die Götter.
-
12 ὀλιζότερος
ὀλιζότερος, = ὀλίζων; Opp. Cyn. 3, 65. 394; Nic. Al. 479; Nic. Ther. 123 nur Conj. Bentl. für ὀλίζων.
-
13 ὀλίσσων
ὀλίσσων, ον, = ὀλίζων, zw.
-
14 ὀλίγος
ὀλίγος, wenig; zunächst von der Menge, Ggstz von πολύς; ὀλίγ' ἀπαγγέλλω κακά, Aesch. Pers. 322; ἀριϑμὸν ὀλίγον, kleine Zahl, Eur. Herc. fur. 6; in Prosa überall, ἑνὸς καὶ πλήϑους τὸ ὀλίγον μέσον, Plat. Polit. 303 a; in ἡ ὑπὸ τῶν ὀλίγων δυναστεία, ib. 291 d sind οἱ ὀλίγοι, im Ggstz gegen τὸ πλῆϑος, die wenigen Herrschenden, die Regierungspartei in der Oligarchie; Thuc. 8, 9 u. öfter; αἱ διὰ τῶν ὀλίγων δυναστεῖαι, Dem. 60, 25, vgl. Lept. 108; Arist.; – von räumlicher Ausdehnung, klein; ὀλίγος δ' ἔτι χῶρος ἐρύκει, Il. 10, 161; ὀλίγῳ ἐνὶ χώρῳ, 12, 423; ὀλίγη δ' ἦν ἀμφὶς ἄρουρα, 3, 115; von körperlicher Größe, Αἴας, Oileus Sohn, 2, 529; Od. 9, 515; κῦμα οὔτε μέγ' οὔτ' ὀλίγον, 10, 94; σάκος, Il. 14, 376; ἐν ὀλίγῳ χώρῳ, Her. 9, 70; von der Zeit, χρόνος, Il. 19, 157. 23, 418; ὀλίγη δέ τ' ἀνάπνευσις πολέμοιο, 11, 801; von der Zeit auch Pind. N. 7, 38; ὀλίγον γὰρ χρόνον ἀλλήλοις διειλέγμεϑα, Plat. Apol. 37 a. – Uebh. gering; ὀλίγον δέ μιν ἄχϑος ἐπείγει, Il. 12, 452; δόσις ὀλίγη τε φίλη τε, Od. 6, 208, wie οὐκ ὀλίγαν δόσιν Pind. P. 10, 20; c. inf., zu wenig, um zu, ἐόντων αὐτῶν ὀλίγων τὸν Μήδων στρατὸν ἀλέξασϑαι, Her. 7, 207, vgl. 6, 109; δέκα νῆες ὀλίγαι ἀμύνειν, Thuc. 1, 50. – Adverbial ὀλίγ ο ν, ein wenig, gar wenig; ἱππῆες δ' ὀλίγον μετεκίαϑον, Il. 11, 52; ὀλίγον δὲ παρακλίνας, 23, 424; ἐμεῖ' ὀλίγον προγενέστε ρός ἐστιν, ibd. 789; so bes. bei comparat., ὀλίγον σοφώτερος, Eur. Hipp. 987; ὀλίγον τι πρότερον τούτων, Her. 4, 81. (v. l. ὀλίγῳ, s. unten); τὰ λεχϑέντα ὀλίγον ἔμπροσϑεν, Plat. Phaedr. 277 d; ὀλίγον πρότερον, ὕστερον, Polit. 262 b Gorg. 454 b u. öfter; Xen. An. 7, 2, 20 u. Sp. – Aber beim comparat. steht auch eben so oft ὀλίγῳ, z. B. πρότερον, ὕστερον, Plat. Gorg. 460 c Rep. I, 327 b; οὐκ ὀλίγῳ μου πλεονεκτεῖν διανοεῖ, nicht um ein weniges, Conv. 218 e; – ὀλίγου, um ein weniges, fast, beinahe; Od. 14, 37; μεταξὺ δ' ἀλκὰ δι' ὀλίγου τείνει πύργος ἐν εὔρει, Aesch. Spt. 744; eigtl. vom Preise, ταῦτα ἕτερον ἂν διδάξειεν ὀλίγου, für einen geringen Preis. für ein weniges, Plat. Soph. 234 a (vgl. auch ὀλί. γου δεῖν unter δέω) fast, Prot. 361 c Phaedr. 258 e u. öfter; ὀλίγου εἰς χιλίους, fast an Tausend, Thuc. 4, 124, v. l. ὀλίγῳ; – παρ' ὀλίγον ποιεῖσϑαι, gering achten, Xen. An. 6, 4, 11; παρ' ὀλίγον διέλυσαν τὸν ἄνϑρωπον, beinahe, Pol. 18, 29, 12; παρ' ὀλίγον ἦλϑε τοῦ ἐκπεσεῖν, 2, 55, 4; παρ' ὀλίγον ἦλϑε τὰ πράγματα τοῦ πάντας ἐπανελϑεῖν, es kam beinahe so weit, 33, 2, 1, öfter; – κατ ' ὀλίγον, bei Kleinem, nach u. nach, allmälig, Plat. Tim. 85 d; Her. sagt auch οὗτοι κατ' ὀλίγους γιγνόμενοι ἐμάχοντο, sie kämpften in kleinen Abtheilungen, vereinzelt, 9, 102; τῶν ἄλλων συμμάχων ἐξελέγετο κατ' ὀλίγους, 8, 113; τῶν ὠῶν ἀποῤῥαίνουσι κατ' ὀλίγους τῶν κέγχρων, 2, 93; κατ' ὀλίγας, Plat. Theaet. 197 d, Sp., wie Pol. 8, 16, 6; Hdn. 2, 7, 10 u. öfter; – δι' ὀλίγων, mit Wenigem, in Kürze, εἰ δεῖ δι' ὀλίγων περὶ μεγίστων ὅτι τάχιστα ῥηϑῆναι, Plat. Phil. 31 d; Legg. VI, 778 c; – ἐν ὀλίγῳ, in Kurzem, Apol. 22 b; – δι' ὀλίγου, in kurzem Zwischenraume, bald darauf, ἡ δι' ὀλίγου μελέτη, im Ggstz von ἡ ἐκ πολλοῦ ἐμπειρία, Thuc. 2, 85, vgl. 5, 69; δι' ὀλίγου ἀπελϑεῖν, bald, schnell, 6, 11, auch δι' ὀλίγων, vgl. Valck. Eur. Phoen. 1105; – ἐπ' ὀλίγον, auf kurze Zeit; μετ' ὀλίγον, nach Kurzem, Plat. Legg. XII, 950 d; – ἐξ ὀλίγου, seit Kurzem, dah. plötzlich, Thuc. 2, 61. 5, 64. – Den regelmäßigen comparat. ὀλιγώτερος haben erst Sp., Ael. H. A. 2, 42. 6, 51; auch bei Hippocr. soll er vorkommen, – Das adv. ὀλίγως ist selten, vielleicht nur Strat. 47 (XII, 205). – Superlat. ὀλίγιστος, nur auf die Zahl, Menge gehend, Il. 19, 223, Hes. O. 721; καὶ τοῦτο φύσει ὀλίγιστον γίγνεται γένος, Plat. Rep. IV, 428 e; ὀλίγιστοι τὸν ἀριϑμόν, V, 473 b; ὅτι σμικρόταται και ὀλίγισται ἀδικίαι, Legg. V, 743 b; δύο ἄρα δεῖ τὸ ὀλίγιστον εἶναι, zwei zum wenigsten, Parm. 149 a; auch δι' ὀλιγίστων ἔσφηλε καὶ Δίωνα (vgl. δι' ὀλίγου), Ep. VII, 351 d; einzeln bei den Folgdn; Sp. bilden auch davon noch ὀλιγίστατος u. das adv. ὀλιγίστως. – Die unregelmäßigen ὀλίζων, ὀλιζότερος s. besonders. – In Beziehung auf die Größe wird als comparat. zu ὀλίγος auch μείων u. ἐλάσσων gebraucht, als superl. ἐλάχ ιστος, ἥκιστος.
-
15 ολειζων
-
16 ολιγος
3(ῐ) (compar. ὀλιγώτερος, ὀλείζων или ὀλίζων, тж. μείων и ἐλάσσων; superl. ὀλίγιστος, тж. ἐλάχιστος и ἥκιστος)1) небольшой, малый(ἀριθμός Eur.; χῶρος Hom.)
δι΄ ὀλίγου Thuc. — на небольшом расстоянии;ἐξ ὀλίγου τὰ πολλά Thuc. — из малого (возникает) великое2) непродолжительный, короткий(ἀνάπνευσις Hom.; χρόνος Plat.)
δι΄ ὀλίγου Thuc. — в течение короткого времени;ἐν ὀλίγῳ Plat. — за короткое время (ср. 3);δι΄ ὀλίγων Eur. — немного спустя;κατ΄ ὀλίγον Thuc. — мало-помалу3) небольшой, немногий, немногочисленныйκατ΄ ὀλίγους μάχεσθαι Her. — сражаться небольшими группами;οἱ ὀλίγοι Plat. — олигархи;δι΄ ὀλίγων Plat. — в немногих словах;ἐν ὀλίγῳ με πείθῃ NT. — ты почти убедил меня (ср. 2)4) малочисленный, недостаточный(ὅ μὲν θερισμὸς πολύς, οἱ δὲ ἐργάται ὀλίγοι NT.)
νῆες ὀλίγαι ἀμύνειν Thuc. — корабли в недостаточном для оборонительных действий количестве - см. тж. ὀλίγον -
17 υπολιζων
-
18 Ολιζώνα
-
19 Ὀλιζῶνα
-
20 Ολιζώνες
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Ὀλιζών — masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ολίζων — Πόλη της θεσσαλικής Μαγνησίας, που αναφέρεται στον κατάλογο της Ιλιάδας. Ο Στράβων αναφέρει επίσης ότι ο Δημήτριος ο Πολιορκητής την είχε υπαγάγει στη Δημητριάδα, μαζί με υπόλοιπα παραλιακά χωριά του Παγασητικού κόλπου. * * * ὀλίζων και ὀλείζων,… … Dictionary of Greek
ὀλίζων — ὀλίγος little masc/fem nom comp sg ὀλιζόω make less imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ὀλιζόω make less imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὀλιζῶνα — Ὀλιζών masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὀλιζῶνες — Ὀλιζών masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὀλιζῶνος — Ὀλιζών masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὀλιζώνων — Ὀλιζών masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μαγνησίας, νομός — Διοικητική διαίρεση (2.636 τ. χλμ., 206.995 κάτ.) της περιφέρειας Θεσσαλίας, που ωστόσο δεν συμπίπτει εντελώς με τα όρια της περιοχής της αρχαίας Μαγνησίας. Ο σημερινός ν.Μ. συνορεύει στα Β και στα Δ με τον νομό Λαρίσης, στα Ν με τον νομό… … Dictionary of Greek
ОЛИЗОН — • Olīzon, Όλιζών, приморский город фессалийской провинции Магнесия, напротив Артемисия, что на Эвбее. Ноm. Il. 2, 717. Strab. 9, 436 … Реальный словарь классических древностей
λίγος — και ολίγος, η, ο (AM ὀλίγος, η, ον, Α και ὀλίος, η, ον, Μ και λίγος, η, ον) 1. μικρός, περιορισμένος ως προς την ποσότητα, το μέγεθος, την έκταση ή την ένταση (α. «λίγος κόσμος» β. «λίγα χρήματα» γ. «λίγη ζέστη» δ. «μὴ... αἱ σφέτεραι δέκα νῆες… … Dictionary of Greek
ολείζων — ὀλείζων, ον (Α) βλ. ολίζων … Dictionary of Greek