-
1 ὀλίγ-ωρος
ὀλίγ-ωρος, nachlässig, wenig Sorgfalt auf Etwas verwendend, geringschätzend; Her. 3, 89; Arist. und Folgde, wie Pol. 5, 34, 4; ὀλίγωρον πεποίηκάς τι, du hast Etwas vernachlässigt, Nicomach. bei Ath. VII, 290 f; häufiger im adv., ὀλιγώρως ἔχειν, Plat. Phaed. 68 c; διακεῖσϑαι, Lys. 1, 3; ἔχειν πρὸς ἅπασαν αἰσχύνην, Aesch. 1, 67; διάκεινται πρὸς τοὺς ϑεούς, Plat. Alc. II, 149 a; περί τι, Pol. 5, 91, 4.
-
2 ὀλίγωρος
ὀλίγ-ωρος, nachlässig, wenig Sorgfalt auf etwas verwendend, geringschätzend; ὀλίγωρον πεποίηκάς τι, du hast etwas vernachlässigt -
3 ὀλίγος
Grammatical information: adj.Compounds: Often as 1. member, e.g. ὀλιγ-αρχ-ία f. `rule of the few, oligarchy' (IA; after μοναρχία, s. μόνος) with ὀλιγαρχ-έω, - ικός (Att.), - ης m. (D. H.) On ὀλιγ-ηπελέων s. v., on ὀλιγο-δρανέων s. δράω, on ὀλίγ-ωρος s. ὤρα.Derivatives: Comp. forms: ὀλίγ-ιστος (Il.), ὀλίζων (Il.), ὀλείζων (Att. inscr.; after μείζων); Seiler Steigerungsformen 101 ff. ὀλιγότης,. - ητος f. `small number' (Pl., Arist.), ὀλιγόομαι, - όω `to become small, fainthearted, to diminish' (LXX); ὀλιγ-άκις `seldom (Ion.)', - αχόθεν `from few places' (Hdt., Arist.), - αχοῦ `in few places' (Pl., Arist.). Also ὀλίγιοι εἶδος ἀκρίδων. τινές ῥιζίον, ὅμοιον βολβῳ̃ H. (s. Gil Fernandez Nombres de insectos 95) ? But the correct form seems to be ὄλιγγοι (Latte) s.v.; connection with λιγύς does not help; the word is Pre-Greek?Etymology: The adj. can be identcal with Arm. aɫk`at `poor' (\< * oliko- \< * h₃ligo-). Alb. lig `angry, meagre', but this may rather belong to λοιγός `ruin' (s. v.). Less clear are OIr. līach `miserable, unhappy' and OPr. licuts `small' (which fits well semantically), which have *k. There is no reason to connect λοιγός `ruin'.Page in Frisk: 2,377Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ὀλίγος
-
4 ολιγωρος
2(ῐ) небрежный, исполненный презрения(χαλεπός τε καὴ ὀ. Her.)
ὀ. τῶν Ἑλλήνων Isocr. — пренебрегающий интересами греков
См. также в других словарях:
εύωρος — (I) εὔωρος, ον (Α) αμελής, αδιάφορος για κάτι 2. ώριμος («εὔωρος γάμου», Σοφ.) 3. αυτός που βρίσκεται σε ευωρία, σε ωραία εποχή, σε καλή ώρα 4. (κατά τον Ησύχ.) «εὔωρος γῆ, ἡ τὰ ὡραία ἔχουσα», καρποφόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < εύ + ὤρα «φροντίδα» (πρβλ.… … Dictionary of Greek
εργωρία — ἐργωρία, ἡ (Α) δυσκολία, ενόχληση. [ΕΤΥΜΟΛ. < έργον + * ωρία. Αναλογικός σχηματισμός κατά το πρότυπο τού ολιγ ωρία (< ολίγ ωρος, όπου το β’ συνθετικό αποτελεί τ. τού ώρα «φροντίδα» εν συνθέσει)] … Dictionary of Greek
εξολιγωρώ — ἐξολιγωρῶ, έω (AM) ολιγωρώ υπερβολικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ολιγωρώ (< ολίγ ωρος < ολίγος + ώρα)] … Dictionary of Greek
ουδενόσωρος — οὐδενόσωρος, ον (Α) ανάξιος φροντίδας, προσοχής ή λόγου, αξιοκαταφρόνητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὐδέν, ενός + ὤρα (II) «φροντίδα» (πρβλ. ολίγ ωρος)] … Dictionary of Greek
ολίγωρος — η, ο (ΑΜ ὀλίγωρος, ον) αυτός που δείχνει αδιαφορία, αυτός που δεν φροντίζει κάτι όσο πρέπει, αμελής («οὐδεὶς οὔτε γέρων οὔτε ὀλίγωρος οὕτως ἐστίν, ὅστις οὑχὶ βοηθήσειεν ἄν», Δημοσθ.) μσν. αρχ. (για πρόσ. και πράγματα) αυτός που καταφρονεί,… … Dictionary of Greek
ολιγόωρος — και λιγόωρος, η, ο (Α ὀλιγόωρος, ον) αυτός που διαρκεί λίγες ώρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + ωρος (< ὥρα)] … Dictionary of Greek
πολυωρώ — έω, ΜΑ 1. περιβάλλω κάποιον ή κάτι με πολλή φροντίδα, φροντίζω πολύ, δίνω μεγάλη προσοχή 2. εκτιμώ πολύ 3. παθ. πολυωροῡμαι, έομαι εκτιμώμαι πολύ από κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ωρῶ (< ωρος < ὥρα «φροντίδα»), πρβλ. ολιγ ωρώ] … Dictionary of Greek