Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ὀλίγωρος

См. также в других словарях:

  • ὀλίγωρος — littlecaring masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ολίγωρος — η, ο (ΑΜ ὀλίγωρος, ον) αυτός που δείχνει αδιαφορία, αυτός που δεν φροντίζει κάτι όσο πρέπει, αμελής («οὐδεὶς οὔτε γέρων οὔτε ὀλίγωρος οὕτως ἐστίν, ὅστις οὑχὶ βοηθήσειεν ἄν», Δημοσθ.) μσν. αρχ. (για πρόσ. και πράγματα) αυτός που καταφρονεί,… …   Dictionary of Greek

  • ὀλιγωρότερον — ὀλίγωρος littlecaring adverbial comp ὀλίγωρος littlecaring masc acc comp sg ὀλίγωρος littlecaring neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλιγωροτέρων — ὀλίγωρος littlecaring fem gen comp pl ὀλίγωρος littlecaring masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλιγωρότατα — ὀλίγωρος littlecaring adverbial superl ὀλίγωρος littlecaring neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλιγώρως — ὀλίγωρος littlecaring adverbial ὀλίγωρος littlecaring masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλίγωρον — ὀλίγωρος littlecaring masc/fem acc sg ὀλίγωρος littlecaring neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλιγωροτάτῳ — ὀλίγωρος littlecaring masc/neut dat superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλιγωροτέρους — ὀλίγωρος littlecaring masc acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλιγωρότατοι — ὀλίγωρος littlecaring masc nom/voc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλιγωρότατος — ὀλίγωρος littlecaring masc nom superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»