-
1 ὀλίγος
Grammatical information: adj.Compounds: Often as 1. member, e.g. ὀλιγ-αρχ-ία f. `rule of the few, oligarchy' (IA; after μοναρχία, s. μόνος) with ὀλιγαρχ-έω, - ικός (Att.), - ης m. (D. H.) On ὀλιγ-ηπελέων s. v., on ὀλιγο-δρανέων s. δράω, on ὀλίγ-ωρος s. ὤρα.Derivatives: Comp. forms: ὀλίγ-ιστος (Il.), ὀλίζων (Il.), ὀλείζων (Att. inscr.; after μείζων); Seiler Steigerungsformen 101 ff. ὀλιγότης,. - ητος f. `small number' (Pl., Arist.), ὀλιγόομαι, - όω `to become small, fainthearted, to diminish' (LXX); ὀλιγ-άκις `seldom (Ion.)', - αχόθεν `from few places' (Hdt., Arist.), - αχοῦ `in few places' (Pl., Arist.). Also ὀλίγιοι εἶδος ἀκρίδων. τινές ῥιζίον, ὅμοιον βολβῳ̃ H. (s. Gil Fernandez Nombres de insectos 95) ? But the correct form seems to be ὄλιγγοι (Latte) s.v.; connection with λιγύς does not help; the word is Pre-Greek?Etymology: The adj. can be identcal with Arm. aɫk`at `poor' (\< * oliko- \< * h₃ligo-). Alb. lig `angry, meagre', but this may rather belong to λοιγός `ruin' (s. v.). Less clear are OIr. līach `miserable, unhappy' and OPr. licuts `small' (which fits well semantically), which have *k. There is no reason to connect λοιγός `ruin'.Page in Frisk: 2,377Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ὀλίγος
См. также в других словарях:
λιγο- — και ολιγ(ο) (AM ολιγ[ο] , Μ και λίγ[ο] ) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. μικρο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. ολίγος*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημασίας τού β συνθετικού. Τα σύνθετα τού τύπου ολιγ(ο) αποτελούν το… … Dictionary of Greek
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek
ισάριθμος — η, ο (ΑΜ ἰσάριθμος, ον, Α ποιητ. τ. ἰσήριθμος) ίσος κατά τον αριθμό με κάτι («ψυχαὶ ἰσάριθμοι τοῑς ἄστροις», Πλάτ.) αρχ. 1. γραμμ. αυτός που έχει τον ίδιο γραμματικό αριθμό με κάποιον άλλο 2. επιγρ. ισόψηφος. επίρρ... ισαρίθμως και ισάριθμα (Α… … Dictionary of Greek
ολίγωρος — η, ο (ΑΜ ὀλίγωρος, ον) αυτός που δείχνει αδιαφορία, αυτός που δεν φροντίζει κάτι όσο πρέπει, αμελής («οὐδεὶς οὔτε γέρων οὔτε ὀλίγωρος οὕτως ἐστίν, ὅστις οὑχὶ βοηθήσειεν ἄν», Δημοσθ.) μσν. αρχ. (για πρόσ. και πράγματα) αυτός που καταφρονεί,… … Dictionary of Greek
ίσχαιμος — η, ο (ΑΜ ἴσχαιμος, ον) αυτός που προκαλεί αναστολή τής κυκλοφορίας τού αίματος («ἴσχαιμος περίδεσις» η πρόχειρη κατάπαυση τής αιμορραγίας από κάποιο τραύμα, Θεόφρ.) αρχ. 1. (για φάρμακα) ο στυπτικός 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἴσχαιμος ρίζα φυτού που… … Dictionary of Greek
ζωαρκής — ές (AM ζωαρκής, ές) 1. επαρκής στη ζωή, αυτός που βοηθεί στη διατήρηση τής ζωής, αυτός που αναφέρεται στη ζωάρκεια 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ζωαρκῆ η ζωάρκεια, τα χρήσιμα ή απαραίτητα για τη συντήρηση τής ζωής, τα επαρκή για τη ζωή μσν. αρχ.… … Dictionary of Greek
ολιγαρκής — ές (Α ὀλιγαρκής, ές) αυτός που αρκείται στα λίγα, που ικανοποιείται με τα λίγα και δεν επιζητεί τα πολλά, λιτός («συμβιβαστικοί, ολιγαρκείς, μαθημένοι να πονούν τη φτώχεια», Παπαδ.) αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀλιγαρκές η ολιγάρκεια. επίρρ...… … Dictionary of Greek
ολιγαρχία — Ονομασία που έδιναν οι αρχαίοι Έλληνες στο πολιτικό καθεστώς, όπου η πολιτική εξουσία ήταν συγκεντρωμένη στα χέρια λίγων ανθρώπων, που διέθεταν μεγάλο πλούτο: η κυβέρνησή τους θεωρούνταν αντίθετη προς τον νόμο, γιατί απέκλειε μεγάλο αριθμό… … Dictionary of Greek
ολιγομέρεια — η (Α ὀλιγομέρεια) νεοελλ. το να αποτελείται κάτι από λίγα μέρη αρχ. μικρή έκταση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + μέρεια (< μερής < μέρος), πρβλ. πολυ μέρεια] … Dictionary of Greek
ολιγοχρήματος — η, ο (Α ὀλιγοχρήματος, ον) νεοελλ. αυτός που απαιτεί δαπάνη λίγων χρημάτων, οδιγοδάπανος αρχ. αυτός που αποτελείται από λίγα χρήματα («ὀλιγοχρημάτου παρακαταθήκης», Φίλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ό) (βλ. λ. λιγο ) + χρῆμα, ατος] … Dictionary of Greek
ολιγόβιος — ὀλιγόβιος, ον (ΑΜ) αυτός που ζει λίγα χρόνια, που έχει βραχύ βίο, βραχύβιος, ολιγόζωος αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀλιγόβιον η βραχύτητα τού βίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + βίος, πρβλ. βραχύ βιος] … Dictionary of Greek