Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ὀλυμπίας

См. также в других словарях:

  • Ὀλυμπιάς — Olympian fem nom sg Ο)λυμπιάς Olympian fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ολυμπιάς — I Όνομα δύο βασιλισσών της Μακεδονίας. 1. Σύζυγος του Φίλιππου B’ της Μακεδονίας και μητέρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου. (375 316 π.Χ.). Ήταν κόρη του βασιλιά της Ηπείρου Νεοπτόλεμου. Το αρχικό της όνομα φαίνεται πως ήταν Μυρτάλη. Μπορεί να ονομάστηκε …   Dictionary of Greek

  • ολυμπίας — I Όνομα δύο βασιλισσών της Μακεδονίας. 1. Σύζυγος του Φίλιππου B’ της Μακεδονίας και μητέρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου. (375 316 π.Χ.). Ήταν κόρη του βασιλιά της Ηπείρου Νεοπτόλεμου. Το αρχικό της όνομα φαίνεται πως ήταν Μυρτάλη. Μπορεί να ονομάστηκε …   Dictionary of Greek

  • Ὀλυμπίας — Ὀλυμπίᾱς , Ὀλυμπία Olympia fem acc pl Ὀλυμπίᾱς , Ὀλυμπία Olympia fem gen sg (attic doric aeolic) Ὀλυμπίᾱς , Ὀλυμπίας the WNW. wind masc acc pl Ὀλυμπίᾱς , Ὀλυμπίας the WNW. wind masc nom sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλυμπίας — ὀλυμπίᾱς , Ὀλυμπίας the WNW. wind masc acc pl ὀλυμπίᾱς , Ὀλυμπίας the WNW. wind masc nom sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ολυμπίας, επαρχία — Παλαιότερη διοικητική διαίρεση (769 τ. χλμ.) του νομού Ηλείας με πρωτεύουσα την Ανδρίτσαινα …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Ολυμπίας — Οι συστηματικές ανασκαφές στο ιερό της Ολυμπίας, τον προσφιλέστερο λατρευτικό χώρο της αρχαίας Ελλάδας, άρχισαν το 1875, από Γερμανούς αρχαιολόγους, και με ολιγόχρονες διακοπές συνεχίζονται μέχρι σήμερα. Τα πλούσια ευρήματα των ανασκαφών βρήκαν… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων (Ολυμπίας) — Το μουσείο ιδρύθηκε το 1961, από το φίλαθλο και φιλότεχνο Γεώργιο Παπαστεφάνου Προβατάκι (1890 1978). Μέχρι το 1972 ονομαζόταν Αθλοφιλοτεχνικό Ολυμπιακό Μουσείο και στεγαζόταν στο κτίριο όπου παλαιότερα λειτουργούσε το δημοτικό σχολείο της… …   Dictionary of Greek

  • Αρχαίας Ολυμπίας, δήμος — Δήμος (11.069 κάτ.) του νομού Ηλείας, που ανασυστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τον πρώην ομώνυμο δήμο, καθώς και τις πρώην κοινότητες Άσπρων Σπιτιών, Βασιλακίου, Ηρακλείας, Καμένης, Καυκωνίας, Κλαδέου, Κοσκινά, Κρυονερίου… …   Dictionary of Greek

  • ὀλυμπίαι — Ὀλυμπίας the WNW. wind masc nom/voc pl ὀλυμπίᾱͅ , Ὀλυμπίας the WNW. wind masc dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Олимпиада единица времени — (Όλυμπιάς) так называлась у греков, единица времени, состоявшая из 4 лет, между двумя последовательными празднованиями олимпийских игр. Эрой греческого времясчисления была первая О., падающая на 776 г. до Р. Х. Тимей Сицилийский (около 264 г. до… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»