-
1 Ολυμπιας
I.I(Μοῦσαι Hom., Hes.; ἐλαία Pind.; θεαί Soph.)
II- άδος ἥ1) Олимпиада(1) год Олимпийских игр Her. etc.(2) четырехлетний промежуток от одних Олимпийских игр до следующих; 1-я Олимпиада началась в 776 г. до н.э., последняя - в 394 г. н.э. Thuc., Xen. etc.2) Олимпийские игры(Ὀλυμπιάδα νικᾶν Her.)
3) (sc. νίκη) победа на Олимпийских играх(Ὀλυμπιάδα ἀναιρεῖσθαι Her.)
- άδος ἥ Олимпиада1) жена Филиппа Македонского, мать Александра III Plut.2) город близ Антиохии Anth.II. -
2 Ὀλυμπιάς
-
3 αγων
- ῶνος ὅ1) собраниеθεῖος ἀ. Hom. — собрание богов (ср. 2)
2) место сбораνεῶν ἐν ἀγῶνι Hom. — в месте стоянки флота3) собрание зрителей ( на общественных состязаниях)λῦτο ἀ. Hom. — собрание окончилось
4) место для общественных состязаний, арена, стадионκαλὸν εὔρυναν ἀγῶνα Hom. — они устроили прекрасную и широкую арену;
ἐν τῷ ἀγῶνι Thuc. — на стадионе5) публичное состязание, общественные игры(ὅ ἐν Ὀλυμπίῃ ἀ. Her., Ὀλυμπίας ἀ. Pind. и ὅ Ὀλυμπικὸς ἀ. Arph.; ἀ. λόγων Plat.)
ἱππικοὴ καὴ γυμνικοὴ καὴ χορηγικοὴ ἀγῶνες Xen. — конные, гимнастические и хорегические состязания;ἀ. στεφανηφόρος Her. и στεφανίτης Arst. — состязание, победитель которого награждался венком;ἀ. μονομάχων Plut. — единоборство6) борьба, бой, сражение(τινος Soph. и περί τινος Soph., Eur.; στρατιωτικοὴ ἀγῶνες Plut.)
τὸν ἀγῶνα ἐν τῷκόλπῳ ποιεῖσθαι Thuc. — завязать сражение в заливе7) борьба мнений, спорπροκέεται ἀ. Her. — предстоит (решить) вопрос;
κἀν τῷδ΄ ἀ. μέγιστος Eur. — в этом весь вопрос;οὐ περὴ τῆς ἀδικίας ἡμῖν ὅ ἀ. Thuc. — не об обиде идет у нас спор;8) критический момент, опасностьού λόγων ἐθ΄ ἁγών (in crasi = ὅ ἀ.) Eur. — не время говорить;
ἀ. πρόφασιν οὐ δέχεται Arph. — теперь не до уверток9) судебный процесс, тяжба(ἀ. ἄπορος Lys.)
εἰς ἀγῶνα καθιστάναι τινά Plat. — привлекать кого-л. к судебной ответственности10) усилие, стараниеἐμοὴ τέν ἀληθηΐην ἀσκέειν ἀ. μέγιστός ἐστι Her. — моя величайшая забота - быть правдивым
См. также в других словарях:
Ὀλυμπιάς — Olympian fem nom sg Ο)λυμπιάς Olympian fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ολυμπιάς — I Όνομα δύο βασιλισσών της Μακεδονίας. 1. Σύζυγος του Φίλιππου B’ της Μακεδονίας και μητέρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου. (375 316 π.Χ.). Ήταν κόρη του βασιλιά της Ηπείρου Νεοπτόλεμου. Το αρχικό της όνομα φαίνεται πως ήταν Μυρτάλη. Μπορεί να ονομάστηκε … Dictionary of Greek
ολυμπίας — I Όνομα δύο βασιλισσών της Μακεδονίας. 1. Σύζυγος του Φίλιππου B’ της Μακεδονίας και μητέρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου. (375 316 π.Χ.). Ήταν κόρη του βασιλιά της Ηπείρου Νεοπτόλεμου. Το αρχικό της όνομα φαίνεται πως ήταν Μυρτάλη. Μπορεί να ονομάστηκε … Dictionary of Greek
Ὀλυμπίας — Ὀλυμπίᾱς , Ὀλυμπία Olympia fem acc pl Ὀλυμπίᾱς , Ὀλυμπία Olympia fem gen sg (attic doric aeolic) Ὀλυμπίᾱς , Ὀλυμπίας the WNW. wind masc acc pl Ὀλυμπίᾱς , Ὀλυμπίας the WNW. wind masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλυμπίας — ὀλυμπίᾱς , Ὀλυμπίας the WNW. wind masc acc pl ὀλυμπίᾱς , Ὀλυμπίας the WNW. wind masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ολυμπίας, επαρχία — Παλαιότερη διοικητική διαίρεση (769 τ. χλμ.) του νομού Ηλείας με πρωτεύουσα την Ανδρίτσαινα … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Ολυμπίας — Οι συστηματικές ανασκαφές στο ιερό της Ολυμπίας, τον προσφιλέστερο λατρευτικό χώρο της αρχαίας Ελλάδας, άρχισαν το 1875, από Γερμανούς αρχαιολόγους, και με ολιγόχρονες διακοπές συνεχίζονται μέχρι σήμερα. Τα πλούσια ευρήματα των ανασκαφών βρήκαν… … Dictionary of Greek
Μουσείο Σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων (Ολυμπίας) — Το μουσείο ιδρύθηκε το 1961, από το φίλαθλο και φιλότεχνο Γεώργιο Παπαστεφάνου Προβατάκι (1890 1978). Μέχρι το 1972 ονομαζόταν Αθλοφιλοτεχνικό Ολυμπιακό Μουσείο και στεγαζόταν στο κτίριο όπου παλαιότερα λειτουργούσε το δημοτικό σχολείο της… … Dictionary of Greek
Αρχαίας Ολυμπίας, δήμος — Δήμος (11.069 κάτ.) του νομού Ηλείας, που ανασυστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τον πρώην ομώνυμο δήμο, καθώς και τις πρώην κοινότητες Άσπρων Σπιτιών, Βασιλακίου, Ηρακλείας, Καμένης, Καυκωνίας, Κλαδέου, Κοσκινά, Κρυονερίου… … Dictionary of Greek
ὀλυμπίαι — Ὀλυμπίας the WNW. wind masc nom/voc pl ὀλυμπίᾱͅ , Ὀλυμπίας the WNW. wind masc dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Олимпиада единица времени — (Όλυμπιάς) так называлась у греков, единица времени, состоявшая из 4 лет, между двумя последовательными празднованиями олимпийских игр. Эрой греческого времясчисления была первая О., падающая на 776 г. до Р. Х. Тимей Сицилийский (около 264 г. до… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона