-
1 οὐρ-άγιος
-
2 οὐρ-ᾱγός
οὐρ-ᾱγός, den Nachtrab, die Nachhut führend, in dem ὄρϑιος λόχος der letzte Mann, welcher, wenn Kehrt gemacht wird, die Stelle des Lochagen vertritt u. diesem im Range zunächst steht, Xen. Cyr. 2, 3, 22 An. 4, 3, 26; Pol. 6, 35, 8 u. Sp. – Uebh. das letzte Ende, οὐραγοὶ τῶν καρπίμων, die Spitzen der Halme, woran die Aehren sitzen, Ael. H. A. 1, 43, wenn nicht die Lesart der mss. οὐραχούς auf οὐριάχους führt.
-
3 οὐρ-ᾱγέω
-
4 οὐρ-ᾱγία
οὐρ-ᾱγία, ἡ, das Amt des οὐραγός, das Anführen des Nachtrabs. Gewöhnlich aber der Nachtrab selbst, = οὐρά, Ggstz von στόμα, v. l. bei Xen. An. 3, 4, 42, wie Pol. οἱ ἐπὶ τῆς οὐραγίας τεταγμένοι, 6, 40, 6 u. öfter, u. Sp., wie Plut. Anton. 42.
-
5 ἀπ-ουρ-ᾱγέω
ἀπ-ουρ-ᾱγέω, die Nachhut führen, Pol. 3, 49; den Rücken decken, τινί 5, 7 u. öfter.
-
6 ἐξ-ουρ-ᾱγία
ἐξ-ουρ-ᾱγία, ἡ, = οὐραγία, D. Sic.?
-
7 κουλ(λ)ουρ(ι)ιζής
ο см. κουλλουράς -
8 κουλ(λ)ουρ(ι)ιζής
ο см. κουλλουράς -
9 κουλ(λ)ουρ(ι)ιζής
ο см. κουλλουράς -
10 κουλ(λ)ουρ(ι)ιζής
ο см. κουλλουράς -
11 οὐρήθρα
II sewage tank, IG4.2(1).109 iii 97 (Epid., iii B. C., pl.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > οὐρήθρα
-
12 οὐράδιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > οὐράδιον
-
13 οὐραία
οὐρ-αία, ἡ,A = οὐρά, Aret. CD2.13, Hdn.Gr.1.531, Eust.1758.56; in Babr.110.3, κέρκον οὐραίης is perh. f.l. for οὐραίην. -
14 οὐραῖος
A of the tail,τρίχες ἄκραι οὐραῖαι Il.23.520
;ἄκρα οὐ. πτερά A.R.2.571
, cf. Euph.51.6, Orib.8.6.15: generally, τὰ οὐ. the tail or hindmost parts of fish, Hp.Vict.3.79; πόδες the hind-feet, Theoc.25.269, Arat.352.2 οὐραῖον, τό, tail, Achae.27.3;κυνός Men.Kol.Fr.7
; ; in fish, tail-fin, S.Fr. 762, Arist.HA 490a4, al., dub. l. in Arat. 363; τὰ οὐ. hinder part, rear, Ph.2.109, Luc.VH1.35, 2.1.3 οὐραῖον, τό, = τὸ πέρας τοῦ ὀστέου, of the coccyx, Gal.15.863.------------------------------------οὐραῖος, ὁ, Egypt. word,A = βασιλίσκος 11, Horap.1.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > οὐραῖος
-
15 οὐρηρός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > οὐρηρός
-
16 οὐρητήρ
II later, in pl., the ducts which convey the urine from the kidneys into the bladder, Gal.19.363, UP5.5.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > οὐρητήρ
-
17 οὐρητιάω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > οὐρητιάω
-
18 οὐρητικός
II promoting urine, v. l. in Hp.Acut. 53, cf. Arist.Pr. 865a19,al.;οἶνος Ath.1.32c
sq.: [comp] Comp., Diph.Siph. ap.Ath.9.371b, Dsc.3.137.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > οὐρητικός
-
19 οὐρητός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > οὐρητός
-
20 οὐρητρίς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > οὐρητρίς
См. также в других словарях:
Ουρ — Αρχαία σουμερική πόλη, στη δεξιά όχθη του Ευφράτη. Ήταν σημαντικό εμπορικό κέντρο και τα πλοία της διέσχιζαν τον Περσικό κόλπο μεταφέροντας εμπορεύματα έως τον Ινδικό ωκεανό. Στο κέντρο της υψωνόταν ο μεγαλοπρεπής ναός του πολιούχου θεού Σιν που… … Dictionary of Greek
Ουρ-Ναμού — Βασιλιάς των Σουμερίων. Με το όνομά του συνδέεται κώδικας νόμος του 2050 π.Χ., το αρχαιότερο γνωστό νομικό κείμενο. Βλ. λ. Σουμέριοι … Dictionary of Greek
Ιράκ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ιράκ Έκταση: 437.072 τ. χλμ. Πληθυσμός: 24.001.816 (2002) Πρωτεύουσα: Βαγδάτη (4.478.000 κάτ. το 1995)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με τη Συρία και την… … Dictionary of Greek
Σουμέριοι — Όρος προερχόμενος από το όνομα «Σούμερ» που οι Βαβυλώνιοι έδιναν στην Κάτω Μεσοποταμία, με τον οποίο δηλώνεται ο λαός που κατοίκησε εκεί μεταξύ 4ης και 2ης π.Χ. χιλιετίας. Οι ίδιοι οι Σ. ονόμαζαν τους εαυτούς τους «μαυροκέφαλους» και τη χώρα τους … Dictionary of Greek
άμαξα και άρμα — Δύο πανάρχαια μέσα συγκοινωνίας, γνωστά με διάφορες παραλλαγές σχεδόν σε όλους τους λαούς. Η ά. γεννήθηκε από την προσαρμογή στο έλκηθρο (που ήταν γνωστό από το 7000 π.Χ.) του τροχού, ο οποίος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά ως βιοτεχνικό και… … Dictionary of Greek
Ομπέιντ — (Tell al Obeid). Λόφος της κάτω Μεσοποταμίας κοντά στην αρχαία Ουρ. Οι ανασκαφές που διεξήχθησαν εκεί τα έτη 1919, 1923 και 1937 αποκάλυψαν πρωτοϊστορικό πολιτισμό στον οποίο οι Άγγλοι ανασκαφείς έδωσαν την ονομασία του λόφου. Εκτός από τα… … Dictionary of Greek
Χετταίοι ή Χιττίτες — Αρχαίος λαός που μιλούσε μια γλώσσα με ινδοευρωπαϊκή δομή και δημιούργησε κατά τη 2η χιλιετία π.Χ. στη Μικρά Ασία έναν από τους σημαντικότερους πολιτισμούς της Μέσης Ανατολής. Εθνικά συγγενείς με τους Ουρίτες οι X. εμφανίστηκαν ξαφνικά στην… … Dictionary of Greek
Νάος — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη … Dictionary of Greek
κώδικας — Χειρόγραφο βιβλίο το οποίο χρησιμοποιούσαν κυρίως πριν από την εφεύρεση της τυπογραφίας. Ο όρος προέρχεται από τη λατινική λέξη caudex (αργότερα codex), που αρχικά σήμαινε κορμό δέντρου και γενικότερα ξύλο, και κατέληξε να δηλώνει κατά τη ρωμαϊκή … Dictionary of Greek
ναός — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη … Dictionary of Greek
τροχός — Μηχανικό όργανο σε σχήμα κύκλου, που περιστρέφεται μαζί ή γύρω από τον άξονά του. Η τεχνική χρησιμοποίηση της περιστροφικής κίνησης, που έφερε προόδους ανυπολόγιστης σημασίας στον ανθρώπινο πολιτισμό είναι τόσο παλιά, ώστε γεννά άλυτα προβλήματα… … Dictionary of Greek