Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ὀλιγότης

См. также в других словарях:

  • ὀλιγότης — fewness fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλιγότητα — ὀλιγότης fewness fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλιγότητι — ὀλιγότης fewness fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλιγότητος — ὀλιγότης fewness fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • умаление — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  =  сущ. (греч. ὀλιγότης, ἐλάττωσις) малость, малое… …   Словарь церковнославянского языка

  • ολιγότητα — η (Α ὀλιγότης, ητος) [ολίγος] 1. μικρή ποσότητα, το ολιγάριθμο 2. σπανιότητα, έλλειψη («μή τι παρακινῆ αὐτοῡ τῶν ἐκεῑ διὰ πλῆθος οὐσίας ἢ δι ὀλιγότητα», Πλάτ.) αρχ. 1. (για χρόνο) βραχύτητα 2. (για φωνή) αδυναμία …   Dictionary of Greek

  • ՍԱԿԱՒՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0686 Chronological Sequence: 6c, 10c գ. ὁλιγότης paucitas, parvitas. Սակաւն դոլ. նուազութիւն. սակաւաւորութիւն. քչութիւն. ... *Նուազեալ սակաւութեամբ ʼի կենցաղումս յօրանայ: Հայէին յիւրեանց սակաւութիւնն: Հայեցան եւ յիւրեանց սակաւութիւնն:… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»