-
1 ολιγότητα
-
2 ὀλιγότητα
См. также в других словарях:
ολιγότητα — η (Α ὀλιγότης, ητος) [ολίγος] 1. μικρή ποσότητα, το ολιγάριθμο 2. σπανιότητα, έλλειψη («μή τι παρακινῆ αὐτοῡ τῶν ἐκεῑ διὰ πλῆθος οὐσίας ἢ δι ὀλιγότητα», Πλάτ.) αρχ. 1. (για χρόνο) βραχύτητα 2. (για φωνή) αδυναμία … Dictionary of Greek
ὀλιγότητα — ὀλιγότης fewness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λίγος — και ολίγος, η, ο (AM ὀλίγος, η, ον, Α και ὀλίος, η, ον, Μ και λίγος, η, ον) 1. μικρός, περιορισμένος ως προς την ποσότητα, το μέγεθος, την έκταση ή την ένταση (α. «λίγος κόσμος» β. «λίγα χρήματα» γ. «λίγη ζέστη» δ. «μὴ... αἱ σφέτεραι δέκα νῆες… … Dictionary of Greek
ολιγομετρία — ὀλιγομετρία, ἡ (Α) 1. το ολιγάριθμο, η ολιγότητα 2. (στην προσωδία) μικρός αριθμός μετρικών ποδών («κακίαν ἔπους εἶναι, καθὰ καὶ τὴν ὀλιγομετρίαν, ἣ θεωρεῑται ἐν στίχῳ ἐξ ὀλίγων μερών λόγου συγκειμένῳ», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο… … Dictionary of Greek