-
1 ὀλβο-δότης
ὀλβο-δότης, ὁ, Geber des Glücks, τὸν τᾶς εὐδαιμονίας βροτοῖς ὀλβιοδόταν, Eur. Bacch. 573.
-
2 ὀλβοδότης
A giver of bliss or wealth, E.Ba. 573 (lyr.), Epic.Alex. Adesp. 9vi6 ( ὀλβιότα Pap.), Epigr.Gr.978.10 ([place name] Philae), IG42(1).424,425 (Epid., iii A. D.), Orph.H.68.8 :—fem. [suff] ὀλβο-δότις, ιδος, ib.27.9.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀλβοδότης
-
3 ὀλβοδότης
ὀλβο-δότης, ὁ, Geber des Glücks -
4 ολβοδοτης
-
5 ὄλβος
Grammatical information: m.Meaning: `prosperity, blessed state, wealth, happiness' (Il.; on the meaning Radermacher Gnomon 14, 296).Compounds: Compp., e.g. ὀλβο-δότης, Dor. - δότας m., - δότειρα f. `giver of wealth' (E. in lyr., hell.) ἄν-ολβος `without prosperity, unhappy' (Orac. ap. Hdt. 1, 85, trag.).Derivatives: 1. ὄλβιος `blessed, having goods, happy' (Il.), voc. ὀλβιό-δ᾽αιμον (Γ 182; Schwyzer 105 w. lit.), superlative ὄλβιστος (hell.; Seiler Steigerungsformen 104 f.); 2. ὀλβήεις `id.' (Man.); 3. ὀλβ-ία f. = ὄλβος (Phot.); 4. ὀλβίζω `to bless, to bless oneself' (trag.; ἐπ- ὄλβος Nonn.) with ὀλβιστήρ, - ῆρος `blesser' (late).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Unexplained. Various hypotheses by Prellwitz s. v., Bezzenberger BB 5, 171 f., Pisani KZ 61, 180ff., Grošelj Živa Ant. 2, 213, Machek Listy filol. 72, 71 f. - Furnée 155 connects ὄλπα χόνδρου τις ἕψησις. --- ἔδεσμά τι. η ὄλβος H.; if the word is cognate, it must be Pre-Greek, which is at all a good possibility.Page in Frisk: 2,375Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ὄλβος
См. также в других словарях:
ομφοδότης — ὀμφοδότης, ὁ (Μ) φρ. «ὀμφοδότης ὁ θεός» ο θεός που παρέχει χρησμό, μαντεία (Θεόδ. Λάσκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀμφή (Ι) «φωνή θεού, χρησμός» + δότης (< δίδωμι), πρβλ. ολβο δότης, χρησμο δότης] … Dictionary of Greek
χαριδότης — και χαριτοδότης και χαροδότης, ὁ, Α (ως προσωνυμία τού Διονύσου, τού Ερμού και τού Διός) αυτός που δίνει χαρά, χαριδώτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις, ιτος + δότης (< δίδωμι), πρβλ. μισθο δότης, ὀλβο δότης] … Dictionary of Greek
πλουτοδότης — ο, ΝΜΑ, θηλ. πλουτοδότρα Ν, και πλουτοδώτης, ο, Α αυτός που παρέχει πλούτο, που χαρίζει αγαθά αρχ. 1. προσωνυμία τού Διονύσου 2. προσωνυμία τού Διός 3. προσωνυμία τού ΗλίουΣαράπιδος 4. προσωνυμία τού Πλούτωνος 5. (και στον τ. πλουτοδώτης)… … Dictionary of Greek
υγειοδότης — ὁ, Μ αυτός που δίνει υγεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγεία + δότης (< δίδωμι), πρβλ. ολβο δότης] … Dictionary of Greek