-
1 ολιγίστοις
-
2 ὀλιγίστοις
-
3 μυστιλάομαι
A sop bread in soup or gravy and eat it,ὦ πλεῖστα.. μεμυστιλημένοι.. ἐπ' ὀλιγίστοις ἀλφίτοις Ar.Pl. 627
;ἐμυστιλᾶτο τοῦ ζωμοῦ Luc.Lex.5
: metaph., ἀμφοῖν χειροῖν μυστιλᾶται τῶν δημοσίων he scoops up public money, Ar.Eq. 827 (anap.):—as [voice] Pass., μυστίλας μεμυστιλημένας scooped out, ib. 1168.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μυστιλάομαι
См. также в других словарях:
ὀλιγίστοις — ὀλίγιστος masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)