-
1 ολιγιστος
-
2 ολίγιστος
η, ον очень малый; очень немногий; минимальный -
3 καλαμη
(λᾰ) ἥ1) стебель, соломина, собир. соломаπλείστην μὲν καλάμην χαλκὸς ἔχευεν, ἄμητος δ΄ ὀλίγιστος погов. Hom. — множество соломы скосила медь, жатва же ничтожна;
κ. πυρῶν Her. — пшеничная солома;ὅ νέος σῖτος ξὺν τῇ καλάμῃ ἀποκείμενον Xen. — новый, (еще) необмолоченный хлеб, хлеб в снопах;καλάμην γέ σ΄ ὀΐομαι εἰσορόωντα γιγνώσκειν погов. Hom. — полагаю, что, видя солому, ты поймешь (каков был колос), т.е. по остаткам моей силы ты поймешь, каким я был в молодости;ἀπὸ τῆς καλάμης τεκμαίρεσθαι Luc. — судить по следам молодости (чем был человек)2) бамбук Her. -
4 ολιγος
3(ῐ) (compar. ὀλιγώτερος, ὀλείζων или ὀλίζων, тж. μείων и ἐλάσσων; superl. ὀλίγιστος, тж. ἐλάχιστος и ἥκιστος)1) небольшой, малый(ἀριθμός Eur.; χῶρος Hom.)
δι΄ ὀλίγου Thuc. — на небольшом расстоянии;ἐξ ὀλίγου τὰ πολλά Thuc. — из малого (возникает) великое2) непродолжительный, короткий(ἀνάπνευσις Hom.; χρόνος Plat.)
δι΄ ὀλίγου Thuc. — в течение короткого времени;ἐν ὀλίγῳ Plat. — за короткое время (ср. 3);δι΄ ὀλίγων Eur. — немного спустя;κατ΄ ὀλίγον Thuc. — мало-помалу3) небольшой, немногий, немногочисленныйκατ΄ ὀλίγους μάχεσθαι Her. — сражаться небольшими группами;οἱ ὀλίγοι Plat. — олигархи;δι΄ ὀλίγων Plat. — в немногих словах;ἐν ὀλίγῳ με πείθῃ NT. — ты почти убедил меня (ср. 2)4) малочисленный, недостаточный(ὅ μὲν θερισμὸς πολύς, οἱ δὲ ἐργάται ὀλίγοι NT.)
νῆες ὀλίγαι ἀμύνειν Thuc. — корабли в недостаточном для оборонительных действий количестве - см. тж. ὀλίγον
См. также в других словарях:
ὀλίγιστος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ολίγιστος — η, ο (Α ὀλίγιστος, ίστη, ον) (υπερθ. τού ὀλίγος) πάρα πολύ λίγος, ελάχιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλίγος + κατάλ. υπερθ. ιστός (πρβλ. μέγ ιστος)] … Dictionary of Greek
ὀλιγίστων — ὀλίγιστος fem gen pl ὀλίγιστος masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλίγιστον — ὀλίγιστος masc acc sg ὀλίγιστος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγίσταις — ὀλίγιστος fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγίστη — ὀλίγιστος fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγίστην — ὀλίγιστος fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγίστης — ὀλίγιστος fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγίστοις — ὀλίγιστος masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγίστοισι — ὀλίγιστος masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγίστου — ὀλίγιστος masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)