Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

χλωρά

См. также в других словарях:

  • χλωρά — χλωρός greenish yellow neut nom/voc/acc pl χλωρά̱ , χλωρός greenish yellow fem nom/voc/acc dual χλωρά̱ , χλωρός greenish yellow fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χλωρᾷ — χλωράω pres subj mp 2nd sg χλωράω pres ind mp 2nd sg (epic) χλωράω pres subj act 3rd sg χλωράω pres ind act 3rd sg (epic) χλωράζω eat green provender fut ind mid 2nd sg (epic) χλωράζω eat green provender fut ind act 3rd sg (epic) χλωρός greenish… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χλωρᾶι — χλωρᾷ , χλωράω pres subj mp 2nd sg χλωρᾷ , χλωράω pres ind mp 2nd sg (epic) χλωρᾷ , χλωράω pres subj act 3rd sg χλωρᾷ , χλωράω pres ind act 3rd sg (epic) χλωρᾷ , χλωράζω eat green provender fut ind mid 2nd sg (epic) χλωρᾷ , χλωράζω eat green… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χλωρᾶς — χλωρᾶ̱ς , χλωράω pres ind act 2nd sg (doric) χλωρᾶ̱ς , χλωράζω eat green provender fut ind act 2nd sg (doric) χλωρεύς bird masc acc pl χλωρός greenish yellow fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χλωράν — χλωρά̱ν , χλωρός greenish yellow fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χλωράς — χλωρά̱ς , χλωρός greenish yellow fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χλωρός — ή, ό / χλωρός, ά, όν, ΝΜΑ 1. (για φυτό ή βλαστό) αυτός που έχει βλαστήσει ή που μόλις έχει κοπεί, που είναι ακόμη πράσινος και τρυφερός (α. «τού δὲντρου τα κλαδιά χλωρά / πυκνά», Παλαμ. β. «χλωρὸν ἄνθος», Διοσκ.) 2. αυτός που έχει το χρώμα τών… …   Dictionary of Greek

  • θέω — (I) θέω και επικ. τ. θείω και αιολ. τ. θεύω (Α) 1. (για πρόσ. και ζώα) τρέχω, προχωρώ γρήγορα 2. αγωνίζομαι, μάχομαι για κάτι 3. (για πτηνά) πετώ 4. (για πλοία) πλέω γρήγορα 4. (για πέτρα) κυλιέμαι, κινούμαι γρήγορα 5. (για τον κεραμεικό τροχό)… …   Dictionary of Greek

  • φασολιά — Ποώδη φυτά και οι καρποί και τα σπέρματά τους. Ανήκουν στην οικογένεια των χεδρωπών ή λεγκουμινωδών και στην οικογένεια των ψυχανθών ή παπιλιονιδών (δικοτυλήδονα). Εξαιτίας των θρεπτικών ιδιοτήτων τους καλλιεργούνται πολύ και καταναλώνονται… …   Dictionary of Greek

  • χλωρηΐς — ΐδος, ἡ, Α (ως επίθ. αηδονιού) α) (κατά τον Ησύχ.) «χλωρηΐς ἀηδών ἤτοι ἀπὸ τοῡ χρώματος ἤ χλωρά ἤ διὰ τὸ ἐπὶ χλωρῶν καθέζεσθαι δένδρων ἤ ἀπὸ χλωρίδος τὸ γένος ἔχουσαν» β) (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) «... ἤ διότι ἐν ἔαρι φαίνεται, ὅτε πάντα χλωρά… …   Dictionary of Greek

  • χλωρός — ή, ό 1. τρυφερός, πράσινος, φρέσκος: Με χλωρά ξύλα δεν ανάβει εύκολα φωτιά. 2. φρ., «Δε μ’ αφήνει να σταθώ σε χλωρό κλαδί», με καταδιώκει άγρια. 3. παροιμ., «Mαζί με τα ξερά καίγονται και τα χλωρά», μαζί με τους ενόχους παθαίνουν καμιά φορά και… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»