-
1 όλη
ὄλλυμιdestroy: aor subj mid 2nd sg——————ὅλοξfem nom /voc sg (attic epic ionic)ὅλοςwhole: fem nom /voc sg (attic epic ionic)ὁλάωpres imperat act 2nd sg (doric)ὁλάωimperf ind act 3rd sg (doric)——————ὅλοξfem dat sg (attic epic ionic)ὅλοςwhole: fem dat sg (attic epic ionic) -
2 ολή
-
3 ὀλῇ
-
4 ολή
-
5 ὀλή
-
6 ὀλή
-
7 ολη
-
8 ὀλή
-
9 ὄλῃ
Βλ. λ. όλη -
10 ὅλη
Βλ. λ. όλη -
11 ὅλῃ
Βλ. λ. όλη -
12 ὅλη
всявесь ὅλῃΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ὅλη
-
13 ὅλῃ
всейвсём всем ὅληΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ὅλῃ
-
14 όλη η ...
cита...Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > όλη η ...
-
15 για όλη την ...
за целата...Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > για όλη την ...
-
16 весь
весь 1. (вся, всё, все ) όλος ολόκληρος (целиком)' \весь мир όλος ο κόσμος вся неделя όλη η βδομάδα \весь день όλη τη μέρα' всё время όλη την ώρα все мы όλοι μας все вы όλοι σας все они όλοι τους 2. м мн. все όλοι все здесь? όλοι είναι παρόντες;* * *1. (вся, всё, все)όλος; ολόκληρος ( целиком)вся неде́ля — όλη η βδομάδα
всё вре́мя — όλη την ώρα
2. м мн.все они́ — όλοι τους
-
17 весь
весь 1всего α., вся, -ей θ., все, всего, ουδ. πλθ. все, всех, αντων.1. όλος, -η, -ο,άπας, -α, -αν•весь день όλη τη μέρα•
весь мир όλος ο κόσμος•
вся страна όλη η χώρα•
все население όλος ο πληθυσμός•
все люди όλοι οι άνθρωποι•
со всех сторон από παντού•
всеми силами με όλες τις δυνάμεις.
|| με σημ. κατηγ. τελειώνω, εξαντλούμαι, ξοδεύομαι•молоко-то у нас все το γάλα μας τέλειωσε.
2. ολόκληρος, όλος• ακέριος•он весь в поту είναι κάθιδρος•
он весь в отца αυτός είναι ίδιος πατέρας, μοιάζει καταπληκτικά τόν πατέρα.
3. ουσ. ουδ. το παν, τα πάντα, όλα•все для победы όλα για τη νίκη•
для меня ты все για μένα εσύ είσαι το παν.
4. η γεν. всего, всех με συγκρ. β. επ. κ. επιρ. επέχει θέση υπερθ. β. чаще всего συχνότατα, συνηθέστατα•лучше всех καλύτερα απ’ όλους.
5. Με όλο(ν), όλη•во весь голос μ’ ολη τη δύναμη της φωνής•
изо всех сил μ’ όλες τις δυνάμεις•
при всем том παρ’ ολ! αυτά, εν τούτοις•
во всю силу μ’ όλη τη δύναμη.
εκφρ.без – κ. безо всего χωρίς τίποτε•все равно – το ίδιο κάνει, το ίδιο πράγμα είναι, το ιδιο είναι, ένα και το αυτό• είναι αδιάφορο• είτε έτσι, είτε αλλιώς• και όμως, εν τούτοις, παρ όλ’ αυτά, μ’ όλα ταύτα•все одно – το ιδιο είναι•все до одного – όλοι ως τον ένα, ως τον τελευταίο•весь всего хорошего – (αποχαιρετισμός) στο καλό•вот и все – τέλος, φτάσαμε στο τέλος, αυτό ήταν όλο•все одно – κ. все едино βλ. πιο πάνω•все равно• по всему – απ’ όλα (τα σημάδια).весь 2-и θ.παλ. χωριό. -
18 от
I от (ото) 1) β рази. знач. από* εξαιτίας· я получилписьмо от родных έλαβα γράμμα από τους δικούς μου·это от меня не зависит αυτό δεν εξαρτάται από μένα· кто сидит справа (слева) от вас? ποιος κάθεται στα δεξιά (στ* αριστερά) σας; я в восторге от картины είμαι ενθουσιασμένος από τον πίνακα 2) (при обознач. средства против чего-л.) για· дайте мне что-нибудь от головной боли δώστε μου κάτι για τον κεφαλόπονο ◇ от всего сердца με όλη μου την καρδιά· от всей души μ' όλη μου την ψυχή II от новый) νέος· μοντέρνος \отая история η ιστορία των νέων χρόνων* * *1) в разн. знач. από; εξαιτίαςя получи́л письмо́ от родны́х — έλαβα γράμμα από τους δικούς μου
э́то от меня́ не зави́сит — αυτό δεν εξαρτάται από μένα
кто сиди́т спра́ва (сле́ва) от вас? — ποιος κάθεται στα δεξιά (στ’ αριστερά) σας
я в восто́рге от карти́ны — είμαι ενθουσιασμένος από τον πίνακα
2) (при обознач. средства против чего-л.) γιαда́йте мне что́-нибудь от головно́й боли — δώστε μου κάτι για τον κεφαλόπονο
••от всего́ се́рдца — με όλη μου την καρδιά
от всей души́ — μ'ολη μου την ψυχή
-
19 ολος
I.ὁ мутная жижа Anth.II.эп.-ион. οὖλος 31) целый, цельный, полный, весь(ἄρτος Hom.; πίθος Eur.; βοῦς Arph.)
τρεῖς ὅλους ἑκμήνους χρόνους Soph. — три полных полугодия;τῆς ἡμέρας ὅλτης Xen. — целый день;δι΄ ὅλου NT. — целиком, сплошь;σὺν ὅλῃ τῇ ψυχῇ Plat. — всей душой;ὅλη καὴ πᾶσα ἥ οἰκία Plat. — весь решительно дом;πόλεις ὅλαι Plat. — целые города;ὅλη ἥ πόλις Plat. — весь город;τοῖς ὅλοις ἡττᾶσθαι Dem. — лишиться всего;τὸ ὅλον Plat. — целое, мир, вселенная2) полный, совершенный, сущий, подлинный(ἁμάρτημα Xen.; πλάσμα Dem.). - см. тж. ὅλον
-
20 ολήι
См. также в других словарях:
ολή — ὀλή, ἡ (Α) βλ. ουλαί … Dictionary of Greek
ὀλή — fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-όλη — χημ. κατάληξη (< λατ. ole um), που σύμφωνα με τη συστηματική ονοματολογία υποδηλώνει την παρουσία μιας ή περισσότερων ομάδων αλκοολικού υδροξυλίου στο μόριο μιας οργανικής ένωσης, λ.χ. αιθαν όλη (αιθυλική αλκοόλη). Η ίδια κατάληξη απαντά συχνά … Dictionary of Greek
ὀλῇ — ὄλλυμι destroy fut ind mid 2nd sg (attic epic) ὀλή fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄλῃ — ὄλλυμι destroy aor subj mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὅλη — ὅλοξ fem nom/voc sg (attic epic ionic) ὅλος whole fem nom/voc sg (attic epic ionic) ὁλάω pres imperat act 2nd sg (doric) ὁλάω imperf ind act 3rd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὅλῃ — ὅλοξ fem dat sg (attic epic ionic) ὅλος whole fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλῆι — ὀλῇ , ὄλλυμι destroy fut ind mid 2nd sg (attic epic) ὀλῇ , ὀλή fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὅληι — ὅλῃ , ὅλοξ fem dat sg (attic epic ionic) ὅλῃ , ὅλος whole fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλαῖς — ὀλή fem dat pl οὐλαί barley corns fem dat pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλαί — ὀλή fem nom/voc pl οὐλαί barley corns fem nom/voc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)