-
21 οθόνη
instruktor -
22 οθόνη
1) display2) monitorΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > οθόνη
-
23 écran
οθόνη -
24 ekran
οθόνη -
25 οθονιον
τό [demin. к ὀθόνη См. οθονη]1) полотняная ткань, полотно, пелена Arph., NT.2) парус Dem., Polyb.3) полотняная одежда Luc. -
26 экранизация
η μεταφορά στην οθόνηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > экранизация
-
27 широкоформатный
широкоформатный: \широкоформатный экран η μεγάλη κινηματογραφική οθόνη* * *широкоформа́тный экра́н — η μεγάλη κινηματογραφική οθόνη
-
28 экран
-
29 οθόναι
-
30 ὀθόναι
-
31 οθόνας
-
32 ὀθόνας
-
33 ὀθόνιον
ὀθόνιον, ου, τό (Aristoph., Hippocr. et al.; ins [e.g. the Rosetta Stone: OGI 90, 18 (196 B.C.)]; pap [e.g. UPZ 85, 8; 42–163/160 B.C.]; Judg 14:13 B; Hos 2:7, 11; EpArist 320; JosAs 13:5 cod. A [p. 57, 11 Bat.]. Cp. O. Wilck I p. 266ff. On the origin of the word s. HLewy, Die semit. Fremdwörter im Griech. 1895, 124f; Thumb 111; on the flax plant s. Zohary, Plants 78, Geobot. II 628) dim. of ὀθόνη but not necessarily w. dim. force in our lit.; (linen) cloth, cloth wrapping J 19:40; 20:5, 6, 7; Lk 24:12. The applicability of the sense bandage (UPZ 85, 8; PGiss 68, 11) to our lit. is questionable. S. AVaccari, in Miscellanea biblica, BUbach ’53, 375–86, w. ref. to PRyl 627, 9 (IV A.D.]. S. also JBlinzler, ΟΘΟΝΙΑ etc.: Philol 99, ’55, 158–66; RBrown, AB: John 942 and JFitzmyer, AB: Luke 1548.—DELG s.v. ὀθόνη. M-M. Spicq. -
34 παρα-κρούω
παρα-κρούω (s. κρούω), daneben, an der Seite schlagen, dran vorbei schlagen, dah. falsch schlagen, bes. ein Saiteninstrument; wegstoßen, -schlagen, Plut. Sull. 18 Lucull. 28; aber ἡ ὀϑόνη παρακέκρουσται ist = ist beigesetzt, Luc. catapl. 1. – Uebtr. nach Harpocr. μετῆκται ἀπὸ τοῦ τοὺς ἱστάντας τι ἢ μετροῦντας κρούειν τὰ μέτρα καὶ διασείειν ἕνεκα τοῦ πλεονεκτεῖν, also eigtl. an die Wagschale oder das Maaß schlagen und dadurch betrügen, schnellen, vom rechten Wege abführen, οὐκ ἄν σε παρακρούοι ἡ παροῦσα ξυμφορά, Plat. Crit. 47 a; besonders im med., παρακρούσασϑαι, dem ἐξαπατῆσαι entsprechend, Dem. 24, 79, u. oft dem φενακίζειν entsprechend, wie 31, 12; mit doppeltem accus., πῆ παρακρούεταί ποϑ' ἕκαστα ὑμᾶς, 29, 1; τηλικοῦτον πρᾶγμα παρακρουόμενοι τοὺς δικαστάς, 43, 39; vgl. Wolf Lept. p. 291; Sp., μῶν παρακέκρουσμαί σε, Luc. Tim. 57; pass., παρακρουσϑῆναι ὑπὸ τῆς γοητείας, Din. 1, 66; ἡ πόλις παρακέκρουσται, Dem. 24, 37 (aber παρακεκρουμένος 6, 23 Bekk., vulg. mit σ) Plat. τὰ σφάλματα, ἃ αὐτὸς ὑφ' ἑαυτοῦ καὶ τῶν προτέρων συνουσιῶν παρεκέκρουστο, Theaet. 168 a; ὑφ' οὗ παρακρουσϑῆναι πολλούς, Pol. 34, 5, 2. – Auch παρακεκροῦσϑαι τῶν φρενῶν ἢ τοῦ νοῦ, nach Phryn. in B. A. 59, 27 παραπεπαῖσϑαι καὶ μὴ ἐν τῷ καϑεστῶτι εἶναι, verrückt sein; u. so auch neutral, παρέκρουσε, er war wahnsinnig, Hippocr. u. Sp.
-
35 ὀθόνιον
ὀθόνιον, τό, dim. von ὀϑόνη, bes. kleine Stücke Leinwand, oder Charpie, zum Verbinden der Wunden, Ar. Ach. 1139; Medic.; – bei Pol. 5, 89, 2 Segeltuch; – ἐν ὀϑονίοις, Luc. Philops. 34.
-
36 παρακρουω
1) сбивать в сторону, сбивать с толку, вводить в заблуждение(τινά Plat.)
ἄθρει πῇ παρακρούμεθα Plat. — посмотри, куда мы отклонились;παρακρούεσθαι αὑτόν Plut. — сбиться с ног, упасть;τὰ σφάλματα, ἃ αὐτὸς ὑφ΄ ἑαυτοῦ παρεκέκρουστο Plat. — ошибки, в которые он сам впал2) med. обманывать, надувать(τινα Plut., τινά τι Dem. и τινα περί τινος Polyb.)
3) med. отталкивать от себя, отражать, отбивать, парировать(ταῖς μαχαίραις τοὺς κοντούς Plut.)
4) med. отклонять от себя, отказываться(τὸν θρίαμβον Plut.)
5) распростирать, растягиватьἡ ὀθόνη παρακέκρουσται Luc. — парус натянут
-
37 блики
свз. о ανεπιθύμητος διπλασιασμός της εικόνας στην οθόνη.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > блики
-
38 блуждающие
свз. о ανεπιθύμητος διπλασιασμός της εικόνας στην οθόνη.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > блуждающие
-
39 засветка
1. кфт. о φωτισμόςη έκθεση σε φως2. рлк. η επιστροφή, το εμπόδιο (στην οθόνη).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > засветка
-
40 изображение
1. (картина, рисунок) η εικόν/α, η απεικόνισηувеличивать - μεγεθύνω την -, κάνω μεγέθυνση της - αςуменьшать - σμικρύνω/μικραίνω την -, κάνω σμίκρυνση της - αςрадиолокационное - η εικόνα/το στίγμα στο ραντάρрезкое - έντονη -, ευδιάκριτη -2. опт. η εικόναраздвоенное (тлв.) - διπλή -чёткое - ευδιάκριτη -, καθαρή -3. мат. το σχήμα, η παράσταση· аксонометрическое - αξονομετρικό - 4. (действие) η αναπαράσταση, η απεικόνισηграфическое - γραφική -, το διάγραμμαтопографическое - τοπογραφική -, η τοπογραφική αποτύπωσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > изображение
См. также в других словарях:
ὀθόνη — fine linen fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀθόνῃ — ὀθόνη fine linen fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οθόνη — Λευκή επιφάνεια από ύφασμα, καουτσούκ ή από κάποιο πλαστικό υλικό, που χρησιμεύει για την προβολή επάνω της φωτογραφικών ή κινηματογραφικών εικόνων. Οι διαφανείς ο. από αποστιλβωμένο γυαλί ή από πλαστικό υλικό, χρησιμοποιούνται όταν η συσκευή… … Dictionary of Greek
οθόνη — η 1. ύφασμα βαμβακερό λεπτό, σεντόνι. 2. καραβόπανο. 3. το πανί όπου προβάλλεται η κινηματογραφική ταινία: Κινηματογραφική οθόνη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὀθόναι — ὀθόνη fine linen fem nom/voc pl ὀθόνᾱͅ , ὀθόνη fine linen fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀθονέων — ὀθόνη fine linen fem gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀθονῶν — ὀθόνη fine linen fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀθόναις — ὀθόνη fine linen fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀθόναισι — ὀθόνη fine linen fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀθόνην — ὀθόνη fine linen fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀθόνης — ὀθόνη fine linen fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)