-
1 οθόνη
1) écran2) moniteur
См. также в других словарях:
ὀθόνη — fine linen fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀθόνῃ — ὀθόνη fine linen fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οθόνη — Λευκή επιφάνεια από ύφασμα, καουτσούκ ή από κάποιο πλαστικό υλικό, που χρησιμεύει για την προβολή επάνω της φωτογραφικών ή κινηματογραφικών εικόνων. Οι διαφανείς ο. από αποστιλβωμένο γυαλί ή από πλαστικό υλικό, χρησιμοποιούνται όταν η συσκευή… … Dictionary of Greek
οθόνη — η 1. ύφασμα βαμβακερό λεπτό, σεντόνι. 2. καραβόπανο. 3. το πανί όπου προβάλλεται η κινηματογραφική ταινία: Κινηματογραφική οθόνη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὀθόναι — ὀθόνη fine linen fem nom/voc pl ὀθόνᾱͅ , ὀθόνη fine linen fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀθονέων — ὀθόνη fine linen fem gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀθονῶν — ὀθόνη fine linen fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀθόναις — ὀθόνη fine linen fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀθόναισι — ὀθόνη fine linen fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀθόνην — ὀθόνη fine linen fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀθόνης — ὀθόνη fine linen fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)