-
1 écran
οθόνη -
2 ekran
οθόνη -
3 экранизация
η μεταφορά στην οθόνηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > экранизация
-
4 широкоформатный
широкоформатный: \широкоформатный экран η μεγάλη κινηματογραφική οθόνη* * *широкоформа́тный экра́н — η μεγάλη κινηματογραφική οθόνη
-
5 экран
-
6 блики
свз. о ανεπιθύμητος διπλασιασμός της εικόνας στην οθόνη.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > блики
-
7 блуждающие
свз. о ανεπιθύμητος διπλασιασμός της εικόνας στην οθόνη.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > блуждающие
-
8 засветка
1. кфт. о φωτισμόςη έκθεση σε φως2. рлк. η επιστροφή, το εμπόδιο (στην οθόνη).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > засветка
-
9 изображение
1. (картина, рисунок) η εικόν/α, η απεικόνισηувеличивать - μεγεθύνω την -, κάνω μεγέθυνση της - αςуменьшать - σμικρύνω/μικραίνω την -, κάνω σμίκρυνση της - αςрадиолокационное - η εικόνα/το στίγμα στο ραντάρрезкое - έντονη -, ευδιάκριτη -2. опт. η εικόναраздвоенное (тлв.) - διπλή -чёткое - ευδιάκριτη -, καθαρή -3. мат. το σχήμα, η παράσταση· аксонометрическое - αξονομετρικό - 4. (действие) η αναπαράσταση, η απεικόνισηграфическое - γραφική -, το διάγραμμαтопографическое - τοπογραφική -, η τοπογραφική αποτύπωσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > изображение
-
10 киноэкран
η κινηματογραφική οθόνη.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > киноэкран
-
11 номероуказатель
(тлф.) η οθόνη του τηλεφώνου.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > номероуказатель
-
12 проецирование
η προβολή-ть προβάλλω (π.χ. στην οθόνη)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > проецирование
-
13 табло
ο πίνακαςη οθόνη, το ταμπλώ (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > табло
-
14 увод
1. (куда-л. из какого-л. места) η μεταφορά, η μετακίνηση 2. (воровство, угон) η απαγωγή, η αρπαγή, το κλέψιμο 3. тех. η μετατόπιση, η παρέκκλισηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > увод
-
15 щиток
1. тех. η πινακίδαο πίνακας2. (защитное устройство) το ασπίδιο 3. (приборный) о πίνακας οργάνων, η οθόνη 4. ав. το πτερύγιο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > щиток
-
16 экран
1. тех. η οθόνηжидкокристаллический вчт. - υγρών κρυστάλλωνтепловой - опт. θερμική -2. (топочный) о υδρότοιχοςплотный - см. - мембранного типа ошипованный - με αγκαθωτούς αυλούςутеплённый - см. ошипованный -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > экран
-
17 полотно
полотн||о́с1. ἡ ὀθόνη, τό πανί:суровое \полотно τό ἀλεύκαντο πανί· камчатное, узорчатое \полотно ὑφασμα λινόν, δαμασκηνό[ν]· льняное \полотно τό λινό· штапельное \полотно στα·· μπατο πανί· шелковое \полотно τό μεταξωτό ὑφασμα· бледный как \полотно ὠχρός σάν τό κερί·2. ж.-д. ἡ σιδηροδρομική γραμμή·3. тех.:\полотно пилы ἡ λάμα τοῦ πριονιοῦ·4. жив. ὁ πίνακας. -
18 экран
экранм1. (заслон, щит) τό ἀλεξίπυ-ρο[ν], τό ἀλεξίφλογο·2. кино ἡ ὁθόνη. -
19 display
[di'splei] 1. verb1) (to set out for show: The china was displayed in a special cabinet.) εκθέτω2) (to show: She displayed a talent for mimicry.) δείχνω2. noun1) ((an) act of showing or making clear: a display of military strength.) επίδειξη2) (an entertainment etc intended to show the ability etc of those taking part: a dancing display.) επίδειξη3) (something which shows or sets out something else: an advertising display.) διάταξη4) (the part of a video recorder, calculator, digital watch etc that shows numbers, the date, time, or other information.) οθόνη -
20 icon
1) ((also ikon) especially in the Orthodox Churches, a painting etc of Christ or a saint.) εικόνα,εικόνισμα2) (a small graphic sign on a computer screen representing an application that the user can choose.) εικονίδιο προγράμματος σε οθόνη υπολογιστή
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ὀθόνη — fine linen fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀθόνῃ — ὀθόνη fine linen fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οθόνη — Λευκή επιφάνεια από ύφασμα, καουτσούκ ή από κάποιο πλαστικό υλικό, που χρησιμεύει για την προβολή επάνω της φωτογραφικών ή κινηματογραφικών εικόνων. Οι διαφανείς ο. από αποστιλβωμένο γυαλί ή από πλαστικό υλικό, χρησιμοποιούνται όταν η συσκευή… … Dictionary of Greek
οθόνη — η 1. ύφασμα βαμβακερό λεπτό, σεντόνι. 2. καραβόπανο. 3. το πανί όπου προβάλλεται η κινηματογραφική ταινία: Κινηματογραφική οθόνη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὀθόναι — ὀθόνη fine linen fem nom/voc pl ὀθόνᾱͅ , ὀθόνη fine linen fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀθονέων — ὀθόνη fine linen fem gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀθονῶν — ὀθόνη fine linen fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀθόναις — ὀθόνη fine linen fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀθόναισι — ὀθόνη fine linen fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀθόνην — ὀθόνη fine linen fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀθόνης — ὀθόνη fine linen fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)