Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ὀβολός

См. также в других словарях:

  • ὀβολός — obol masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οβολός — Αρχαίο ελληνικό ασημένιο νόμισμα, ίσο με το ένα έκτο της δραχμής. Η ονομασία ο. αποτελεί διάφορο τύπο της λέξης οβελός με την οποία, πριν από την εμφάνιση του νομίσματος, χαρακτηρίζονταν τα σιδερένια σουβλιά που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι Έλληνες …   Dictionary of Greek

  • οβολός — ο 1. αρχαίο αττικό νόμισμα. 2. χάλκινο κέρμα ελληνικής νομισματικής μονάδας, αλλ. πεντάρα. 3. μτφ., συνδρομή μικρής αξίας: Ο οβολός της χήρας. – Προσφέρετε τον οβολό σας (τη συνδρομή σας) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Обол — (όβολός) монета, шестая часть драхмы; употреблялся у греков как единица веса и как единица стоимости. Серебряные О. были в ходу уже в доисторическую эпоху: в Гиссарлыке Шлиманн нашел серебряные брусочки, из которых каждый составлял, по весу, 1/3… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • ОБОЛ —    • Όβολός,          см. Nummus, Монеты, I …   Реальный словарь классических древностей

  • ὀβολοῖν — ὀβολός obol masc gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀβολοῖς — ὀβολός obol masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀβολοί — ὀβολός obol masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀβολοῦ — ὀβολός obol masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀβολούς — ὀβολός obol masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀβολῶ — ὀβολός obol masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»