-
1 Ιππονώμας
Ἱππονώμᾱς, Ἱππονώμαςguiding: masc acc plἹππονώμᾱς, Ἱππονώμαςguiding: masc nom sg (epic doric aeolic) -
2 Ἱππονώμας
Ἱππονώμᾱς, Ἱππονώμαςguiding: masc acc plἹππονώμᾱς, Ἱππονώμαςguiding: masc nom sg (epic doric aeolic) -
3 ιππονώμας
ἱππονώμᾱς, ἱππονώμαςguiding: masc acc plἱππονώμᾱς, ἱππονώμαςguiding: masc nom sg (epic doric aeolic) -
4 ἱππονώμας
ἱππονώμᾱς, ἱππονώμαςguiding: masc acc plἱππονώμᾱς, ἱππονώμαςguiding: masc nom sg (epic doric aeolic) -
5 ιππονωμας
-
6 ἱππονώμας
A guiding or keeping horses, S.Aj. 232 (lyr., Pors. for ἱππονόμους), E.Hipp. 1399, Ar.Nu. 571 (lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἱππονώμας
-
7 ἱππονώμας
ἱππο-νώμας, ὁ, Rosselenker -
8 ἱππο-νόμος
ἱππο-νόμος, Pferde weidend, hütend, βοτῆρας Soph. Ai. 228, wo Herm. des Verses wegen ἱππονώμους, Pors. richtiger ἱππονώμας geändert hat; Poll. 1, 181; – ἱππόνομος, von Pferden beweidet.
-
9 ιππονομος
-
10 Ιππονώμαν
-
11 Ἱππονώμαν
-
12 ιππονώμαν
-
13 ἱππονώμαν
См. также в других словарях:
ιππονώμας — ἱππονώμας, ὁ (Α) αυτός που οδηγεί ή συντηρεί ίππους («βοτῆρας ἱππονώμας», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + νώμας (< νωμῶ «κινώ, διευθετώ», μεταρρηματικό παρ. που εμφανίζει την εκτεταμένη ετεροιωμένη βαθμίδα νωμ τού θ.νεμ τού ρ. νέμω), πρβλ. ευ… … Dictionary of Greek
Ἱππονώμας — Ἱππονώμᾱς , Ἱππονώμας guiding masc acc pl Ἱππονώμᾱς , Ἱππονώμας guiding masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππονώμας — ἱππονώμᾱς , ἱππονώμας guiding masc acc pl ἱππονώμᾱς , ἱππονώμας guiding masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιππ(ο)- — (ΑΜ ἱππ[ο]) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό αναφέρεται στον ίππο ή έχει σχέση με τον ίππο. Αξίζει να σημειωθεί ότι με ανάλογη σημασιολογική εξέλιξη το ἱππο χρησιμοποιήθηκε στην Αρχαία Ελληνική και ως μεγεθυντικό πρόθημα… … Dictionary of Greek
νωμώ — νωμῶ, άω (Α) 1. (σχετικά με τροφή και ποτό κατά τις εορτές) διανέμω, μοιράζω 2. (σχετικά με ποτό) γεμίζω με τη σειρά («ἀργυρέοισι δὲ νωμάτω φιάλαισι βιατὰν ἀμπέλου παῑδ », Πίνδ.) 3. κινώ και διευθύνω κάτι κατά βούληση (α. «ἀεὶ γὰρ πόδα νηὸς… … Dictionary of Greek
Ἱππονώμαν — Ἱππονώμᾱν , Ἱππονώμας guiding masc acc sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππονώμαν — ἱππονώμᾱν , ἱππονώμας guiding masc acc sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)