-
1 Ιππονόμος
-
2 Ἱππονόμος
-
3 ιππονομος
-
4 ἱππόνομος
-
5 ἱππονόμος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἱππονόμος
-
6 ἱππονόμος
ἱππο-νόμος, Pferde weidend, hütend -
7 ίππό-νωμος
ίππό-νωμος, Rosse lenkend, s. ἱππονόμος.
-
8 ἱππο-νόμος
ἱππο-νόμος, Pferde weidend, hütend, βοτῆρας Soph. Ai. 228, wo Herm. des Verses wegen ἱππονώμους, Pors. richtiger ἱππονώμας geändert hat; Poll. 1, 181; – ἱππόνομος, von Pferden beweidet.
-
9 Ιππονόμοι
-
10 Ἱππονόμοι
-
11 Ιππονόμους
-
12 Ἱππονόμους
-
13 Ιππονόμων
-
14 Ἱππονόμων
См. также в других словарях:
ιππονόμος — ἱππονόμος, ον (Α) αυτός που βόσκει ίππους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + νόμος (< νόμος < νέμω), πρβλ. βου νόμος, μηλο νόμος] … Dictionary of Greek
Ἱππονόμος — keeping horses masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἱππονόμοι — Ἱππονόμος keeping horses masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἱππονόμους — Ἱππονόμος keeping horses masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἱππονόμων — Ἱππονόμος keeping horses masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-νόμος — και νομος (ΑΜ νόμος και νομος) β συνθετικό πολλών ουσιαστικών και επιθέτων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουσιαστικό νόμος. Τα σύνθετα αυτά εμφανίζονται τόσο ως προπαροξύτονα όσο και ως παροξύτονα. Τα προπαροξύτονα σε νομος είναι εκείνα τών… … Dictionary of Greek
ιππ(ο)- — (ΑΜ ἱππ[ο]) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό αναφέρεται στον ίππο ή έχει σχέση με τον ίππο. Αξίζει να σημειωθεί ότι με ανάλογη σημασιολογική εξέλιξη το ἱππο χρησιμοποιήθηκε στην Αρχαία Ελληνική και ως μεγεθυντικό πρόθημα… … Dictionary of Greek
ιππόνομα — ἱππόνομα, τὰ (Α) [ιππονόμος] (κατά τον Ησύχ.) η πληρωμή για τη βοσκή τών ίππων … Dictionary of Greek