-
1 Horseman
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Horseman
-
2 Rider
subs.One riding in a chariot: V. ἐπεμβάτης, ὁ.Riders of horses: V. ἵππων ἐπεμβάται, οἱ.Addition, adding a rider to your decree: P. προσγράψαντες τῷ ψηφίσματι (Dem. 192).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Rider
См. также в других словарях:
ιππονώμας — ἱππονώμας, ὁ (Α) αυτός που οδηγεί ή συντηρεί ίππους («βοτῆρας ἱππονώμας», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + νώμας (< νωμῶ «κινώ, διευθετώ», μεταρρηματικό παρ. που εμφανίζει την εκτεταμένη ετεροιωμένη βαθμίδα νωμ τού θ.νεμ τού ρ. νέμω), πρβλ. ευ… … Dictionary of Greek
Ἱππονώμας — Ἱππονώμᾱς , Ἱππονώμας guiding masc acc pl Ἱππονώμᾱς , Ἱππονώμας guiding masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππονώμας — ἱππονώμᾱς , ἱππονώμας guiding masc acc pl ἱππονώμᾱς , ἱππονώμας guiding masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιππ(ο)- — (ΑΜ ἱππ[ο]) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό αναφέρεται στον ίππο ή έχει σχέση με τον ίππο. Αξίζει να σημειωθεί ότι με ανάλογη σημασιολογική εξέλιξη το ἱππο χρησιμοποιήθηκε στην Αρχαία Ελληνική και ως μεγεθυντικό πρόθημα… … Dictionary of Greek
νωμώ — νωμῶ, άω (Α) 1. (σχετικά με τροφή και ποτό κατά τις εορτές) διανέμω, μοιράζω 2. (σχετικά με ποτό) γεμίζω με τη σειρά («ἀργυρέοισι δὲ νωμάτω φιάλαισι βιατὰν ἀμπέλου παῑδ », Πίνδ.) 3. κινώ και διευθύνω κάτι κατά βούληση (α. «ἀεὶ γὰρ πόδα νηὸς… … Dictionary of Greek
Ἱππονώμαν — Ἱππονώμᾱν , Ἱππονώμας guiding masc acc sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππονώμαν — ἱππονώμᾱν , ἱππονώμας guiding masc acc sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)