Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

Ἰάδος

См. также в других словарях:

  • Ἰάδος — Ἰάς the Ionian flower fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ВИАДУС —    • Viadus (Viadrus),          Ου̉ίαδος, река в Германии, впадавшая в Балтийское море на западе от реки Вистулы; без сомнения, нынешний Одер …   Реальный словарь классических древностей

  • Τριτωνιάς — άδος, ἡ, Α η Τριτωνίς* λίμνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < Τρίτων, ωνος + κατάλ. ιάς, ιάδος (πρβλ. οὐραν ιάς)] …   Dictionary of Greek

  • Φώκαια — Η βορειότερη από τις ιωνικές πόλεις της Μικράς Ασίας, η οποία ιδρύθηκε, σύμφωνα με την παράδοση τον 8o αι. π.Χ. από Φωκαείς και Αθηναίους αποίκους, σε έδαφος που είχε παραχωρήσει η αιολική Κύμη. Γνώρισε μεγάλη ακμή κατά την αρχαϊκή εποχή και… …   Dictionary of Greek

  • ασιάς — ἀσιάς ( ιάδος) και ἀσίς ( ίδος), η (Α) 1. ασιατική 2. ως ουσ. ασιατική άρπα …   Dictionary of Greek

  • λεχώος — α, ο (Α λεχώϊος, ον, θηλ. και λεχωϊάς) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λεχώνα ή στην περίοδο τής λοχείας (α. «νύμφη λεχωϊάς» λεχώνα, Νόνν. β. «λεχώϊα δῶρα» τα δώρα που προσφέρονταν σε λεχώνα, Νίκαρχ.) αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ λεχώϊον ο τόπος… …   Dictionary of Greek

  • τευθιάς — άδος, ἡ, Α τευθίς. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. τευθίς* με επίθημα ιάς, ιάδος (πρβλ. νησ ιάς, ποντ ιάς)] …   Dictionary of Greek

  • υποθυμιάς — άδος, ἡ, Α ὑποθυμίς*. [ΕΤΥΜΟΛ. Αλλος τ. τού ὑποθυμίς*, κατά τα θηλ. σε ιάς, ιάδος] …   Dictionary of Greek

  • χειρωνιάς — άδος, ἡ, Μ ονομασία είδους τού φυτού κενταύριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < Χείρων, ωνος + κατάλ. ιάς, ιάδος (πρβλ. λειμων ιάς)] …   Dictionary of Greek

  • Ναιάδος — Νᾱϊάδος , Ναιάς Naiad fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»