Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

Ἰλλυρία

См. также в других словарях:

  • Ἰλλυρία — Ἰλλυρίᾱ , Ἰλλυρία region fem nom/voc/acc dual Ἰλλυρίᾱ , Ἰλλυρία region fem nom/voc sg (attic doric aeolic) Ἰλλυρίᾱ , Ἰλλυρίη fem nom/voc/acc dual Ἰλλυρίᾱ , Ἰλλυρίη fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰλλυρίᾳ — Ἰλλυρίᾱͅ , Ἰλλυρία region fem dat sg (attic doric aeolic) Ἰλλυρίᾱͅ , Ἰλλυρίη fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ιλλυρία — Αρχαία περιοχή της Βαλκανικής χερσονήσου στην οποία κατοικούσαν οι Ιλλυριοί. Στους προϊστορικούς χρόνους μια ομάδα φυλών που μιλούσαν διαλέκτους μιας ινδοευρωπαϊκής γλώσσας εγκαταστάθηκε στις βόρειες και τις ανατολικές ακτές της Αδριατικής, στις… …   Dictionary of Greek

  • Ιλλυρία — η αρχαία χώρα στα παράλια της Αδριατικής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ἰλλυρίας — Ἰλλυρίᾱς , Ἰλλυρία region fem acc pl Ἰλλυρίᾱς , Ἰλλυρία region fem gen sg (attic doric aeolic) Ἰλλυρίᾱς , Ἰλλυρίη fem acc pl Ἰλλυρίᾱς , Ἰλλυρίη fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰλλυρίαν — Ἰλλυρίᾱν , Ἰλλυρία region fem acc sg (attic doric aeolic) Ἰλλυρίᾱν , Ἰλλυρίη fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰλλυριάς — Ἰλλυριά̱ς , Ἰλλυριός fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰλλυριῶν — Ἰλλυρία region fem gen pl Ἰλλυρίη fem gen pl Ἰλλυρίζω region fut part act masc nom sg (attic epic doric) Ἰλλυριός fem gen pl Ἰλλυριός masc/neut gen pl Ἰλλυριός masc gen pl Ἰλλυριοί region masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰλλυρίην — Ἰλλυρία region fem acc sg (epic ionic) Ἰλλυρίη fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰλλυρίης — Ἰλλυρία region fem gen sg (epic ionic) Ἰλλυρίη fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δάρδανος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Ιλλυριού και εγγονός του Κύκλωπα Πολύφημου και της Γαλάτειας. Από τον Δ. είχε αποκληθεί Δαρδανία η Ιλλυρία,που βρισκόταν στη θέση της σημερινής Αλβανίας.Αργότερα, η χώρα ονομάστηκε πάλι Ιλλυρία. 2. Γιος… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»